ὀρτυγομήτρα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />râle, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρτυξ]], [[μήτρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />râle, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρτυξ]], [[μήτρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ «[[перепелиная матка]]»<br /><b class="num">1)</b> предполож. коростель - Rallus crex Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[эпитет богини Лето]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια <i>Rallus crex</i>, που κωμικά λέγεται για τη [[Λητώ]], η [[μητέρα]] από την [[Ορτυγία]] (πρβλ. [[Ὀρτυγία]]), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια <i>Rallus crex</i>, που κωμικά λέγεται για τη [[Λητώ]], η [[μητέρα]] από την [[Ορτυγία]] (πρβλ. [[Ὀρτυγία]]), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ «[[перепелиная матка]]»<br /><b class="num">1)</b> предполож. коростель - Rallus crex Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[эпитет богини Лето]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρτῠγο-[[μήτρα]], ἡ,<br />a [[bird]] [[which]] migrates with the quails, perhaps the [[land]]-[[rail]], [[ludicrously]] applied to [[Latona]], the Ortygian [[mother]] (cf. Ὀρτυγίἀ, Ar.
|mdlsjtxt=ὀρτῠγο-[[μήτρα]], ἡ,<br />a [[bird]] [[which]] migrates with the quails, perhaps the [[land]]-[[rail]], [[ludicrously]] applied to [[Latona]], the Ortygian [[mother]] (cf. Ὀρτυγίἀ, Ar.
}}
}}

Revision as of 21:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτῠγομήτρα Medium diacritics: ὀρτυγομήτρα Low diacritics: ορτυγομήτρα Capitals: ΟΡΤΥΓΟΜΗΤΡΑ
Transliteration A: ortygomḗtra Transliteration B: ortygomētra Transliteration C: ortygomitra Beta Code: o)rtugomh/tra

English (LSJ)

ἡ, a bird which migrates with quails, perhaps corncrake, landrail, Rallus crex, Cratin.246, Arist.HA597b16, Alex.Mynd. ap. Ath. 9.393a, LXX Ex.16.13, Nu.11.31; ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγία I), Ar.Av.870.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Wachtelmutter, ein mit den Wachteln fortziehender Vogel, vielleicht unser Wachtelkönig; Ar. Av. 870; Arist. H. A. 8, 12; vgl. Ath. IX, 392 a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
râle, oiseau.
Étymologie: ὄρτυξ, μήτρα.

Russian (Dvoretsky)

ὀρτῠγομήτρα: ἡ «перепелиная матка»
1) предполож. коростель - Rallus crex Arst.;
2) эпитет богини Лето Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πτηνόν τι συναποδημοῦν μετὰ τῶν ὀρτύγων, ἴσως = κρέξ, Rallus crex, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 15 (Ἀθήν. 392F), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11 καὶ 12, Ἀθήν. 392F, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 3, Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31)· - κωμιῶς λέγεται ἐπὶ τῆς Λητοῦς, (πρβλ. Ὀρτυγία), Ἀριστοφ. Ἀχ. 870.

Greek Monolingual

η (Α ὀρτυγομήτρα)
είδος πτηνού το οποίο αποδημεί μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το πτηνό κρεξ, κν. ορτυγομάνα
αρχ.
κωμικός χαρακτηρισμός της Λητούς στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + μήτρα.

Greek Monotonic

ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια Rallus crex, που κωμικά λέγεται για τη Λητώ, η μητέρα από την Ορτυγία (πρβλ. Ὀρτυγία), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀρτῠγο-μήτρα, ἡ,
a bird which migrates with the quails, perhaps the land-rail, ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγίἀ, Ar.