ὑπερπαίω: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>pf.</i> ὑπερπέπαικα;<br />l'emporter sur, (<i>litt.</i> frapper sur), gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παίω]]. | |btext=<i>pf.</i> ὑπερπέπαικα;<br />l'emporter sur, (<i>litt.</i> frapper sur), gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παίω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερπαίω:''' (преимущ. в pf. ὑπερπέπαικα) брать верх, опережать, превосходить: ὑ. τινά τινι Dem., Polyb.; превосходить кого-л. чем(в чем)-л.; πολὺ ὑ. τινός Arph. намного превзойти что-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερπαίω:''' [[κυρίως]] σε παρακ. <i>-πέπαικα</i>, [[χτυπώ]] από πάνω, δηλ. [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]], [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]], [[υπερβάλλω]], με γεν., σε Αριστοφ.· με αιτ., σε Δημ. | |lsmtext='''ὑπερπαίω:''' [[κυρίως]] σε παρακ. <i>-πέπαικα</i>, [[χτυπώ]] από πάνω, δηλ. [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]], [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]], [[υπερβάλλω]], με γεν., σε Αριστοφ.· με αιτ., σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[mostly]] in perf. -πέπαικα<br />to overstrike, i. e. to [[surpass]], [[exceed]], c. gen., Ar.; c. acc., Dem. | |mdlsjtxt=[[mostly]] in perf. -πέπαικα<br />to overstrike, i. e. to [[surpass]], [[exceed]], c. gen., Ar.; c. acc., Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 3 October 2022
English (LSJ)
mostly used in pf. -πέπαικα, overstrike, surpass, exceed, c. gen., πολὺ δ' ὑπερπέπαικεν τούτων Ar.Ec.1118: c. acc., τοσοῦτον ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους D.50.34, cf. Plb.14.5.14, J.Ap.1.34, Luc.Im.9, Aristocl. ap. Eus.PE15.2, Hld.7.9, Iamb. in Nic.p.32P.; τὰ -παίοντα χρήματα Supp.Epigr.3.509 (Thrace, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1200] (s. παίω), überschreiten, übertreffen, τινός, Ar. Eccl. 1118; Ath. XII, 538 b; ὑπερπέπαικας τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους πλούτῳ Dem. 50, 34; τὸ γεγονὸς ὑπερεπεπαίκει τῇ δεινότητι πάσας τὰς προειρημένας πράξεις Pol. 14, 5, 14; Sp., wie Luc. Catapl. 27.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑπερπέπαικα;
l'emporter sur, (litt. frapper sur), gén..
Étymologie: ὑπέρ, παίω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερπαίω: (преимущ. в pf. ὑπερπέπαικα) брать верх, опережать, превосходить: ὑ. τινά τινι Dem., Polyb.; превосходить кого-л. чем(в чем)-л.; πολὺ ὑ. τινός Arph. намного превзойти что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπαίω: τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. ὑπερπέπαικα, κτυπῶ ὑπεράνω, ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, ὑπερνικῶ, μετὰ γεν., πολὺ δ’ ὑπερπέπαικεν τούτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1118· μετ’ αἰτιατ., τοσοῦτον ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους Δημ. 1217. 18, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 14, Λουκ. Εἰκόνες 9, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 792A.
Greek Monolingual
ΜΑ
υπερτερώ («τοσοῦτον... ὑπερπέπαικας πλούτῳ τοὺς ἄλλους», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + παίω «χτυπώ, βάλλω»].
Greek Monotonic
ὑπερπαίω: κυρίως σε παρακ. -πέπαικα, χτυπώ από πάνω, δηλ. υπερέχω, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβαίνω, υπερβάλλω, με γεν., σε Αριστοφ.· με αιτ., σε Δημ.
Middle Liddell
mostly in perf. -πέπαικα
to overstrike, i. e. to surpass, exceed, c. gen., Ar.; c. acc., Dem.