ὄρφνινος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />sombre, foncé.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρφνη]]. | |btext=η, ον :<br />sombre, foncé.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρφνη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρφνῐνος:''' [[темный]] ([[χρῶμα]] Plat., Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρφνῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει τη μικτή [[απόχρωση]] [[καφέ]] και γκρίζου, σε Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''ὄρφνῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει τη μικτή [[απόχρωση]] [[καφέ]] και γκρίζου, σε Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:00, 3 October 2022
English (LSJ)
η, ον, = ὀρφνός, ὄ. χρῶμα a brownish grey colour, being mixed of black, red, and white (but with most black), Pl.Ti.68c, cf. Duris 31 J.; put by X. between πορφύρεος and φοινίκινος, Cyr.8.3.3:—the form ὄρφνιος occurs in Arist.Col.792a27, 794b5, Plu.2.565c, but is prob. corrupt.
German (Pape)
[Seite 389] = ὀρφνός, χρῶμα, eine aus schwarz, roth u. weiß gemischte Farbe; Plat. Tim. 68 c Xen. Cyr. 8, 3, 3 u. Sp., wie Orph. Arg. 968; Ath. XII, 535.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
sombre, foncé.
Étymologie: ὄρφνη.
Russian (Dvoretsky)
ὄρφνῐνος: темный (χρῶμα Plat., Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄρφνῐνος: -η, -ον, = ὀρφνός, ὄρφνινον χρῶμα, μελαψὸν ἢ φαιὸν χρῶμα παραγόμενον ἐκ τῆς μίξεως μέλανος, ἐρυθροῦ καὶ λευκοῦ (ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μέλανος), Πλάτ. Τίμ. 68C· ὅπερ ὁ Ξενοφ. θέτει μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ φοινικίνου, Κύρ. 8. 3, 3· ― ὁ τύπος ὄρφνιος ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Χρωμ. 2.5, κ. ἀλλ., Πλούτ. 2. 565C, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἀθην. 535F· ἀλλ’ ὁ τύπος ὄρφνινος εὕρηται ὡς διάφ. γραφ. καὶ πιθ. δέον πανταχοῦ νὰ ἀποκατασταθῇ.
Greek Monotonic
ὄρφνῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει τη μικτή απόχρωση καφέ και γκρίζου, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ὄρφνῐνος, η, ον [from ὄρφνη
brownish gray, Xen., etc.