ὑποκορισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ὑποκόρισμα]];<br /><b>2</b> usage de diminutifs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκορίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ὑποκόρισμα]];<br /><b>2</b> usage de diminutifs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκορίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκορισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ласкательное прозвище]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> грам. [[уменьшительная форма]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκορισμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = το προηγ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρήση]] υποκορ., σε Αριστ.
|lsmtext='''ὑποκορισμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = το προηγ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρήση]] υποκορ., σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκορισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ласкательное прозвище]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> грам. [[уменьшительная форма]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑποκορισμός]], οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ὑποκόρισμα]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> the use of diminutives, Arist.
|mdlsjtxt=[[ὑποκορισμός]], οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ὑποκόρισμα]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> the use of diminutives, Arist.
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκορισμός Medium diacritics: ὑποκορισμός Low diacritics: υποκορισμός Capitals: ΥΠΟΚΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypokorismós Transliteration B: hypokorismos Transliteration C: ypokorismos Beta Code: u(pokorismo/s

English (LSJ)

ὁ, A blandishments, use of endearing names, Plu.Thes.14, Alciphr.3.33. 2 use of diminutives, Arist.Rh.1405b28.

German (Pape)

[Seite 1221] ὁ, = Vorigem, Plut. Thes. 14; Arist. rhet. 3, 2 E. erkl. ὑποκορισμὸς ὃς ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, und führt als Beispiele die Verkleinerungswörter χρυσιδάριον, ἱματιδάριον u. ä. an.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 c. ὑποκόρισμα;
2 usage de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκορισμός:
1) ласкательное прозвище Plut.;
2) грам. уменьшительная форма Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκορισμός: ὁ, = τῷ προηγ. Πλουτ. Θησ. 14, Ἀλκίφρων 3. 33. 3) ἡ χρῆσις ὑποκοριστικῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2. 15.

Greek Monolingual

ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκορίζομαι
νεοελλ.
μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή, αντίθετα, υποβιβασμός και καταφρόνηση.

Greek Monotonic

ὑποκορισμός: ὁ,
I. = το προηγ., σε Πλούτ.
II. χρήση υποκορ., σε Αριστ.

Middle Liddell

ὑποκορισμός, οῦ, ὁ,
I. = ὑποκόρισμα, Plut.
II. the use of diminutives, Arist.