ὑποθημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />précepte, conseil.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποθήμων]].
|btext=ης (ἡ) :<br />précepte, conseil.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποθήμων]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθημοσύνη:''' ἡ [[назидание]], [[наставление]], [[совет]] Hom., Xen., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποθημοσύνη:''' ἡ, [[υπόδειξη]], [[πρόταση]], έμμεση [[συμβουλή]], [[παραίνεση]] ή [[νύξη]], [[υπαινιγμός]], [[προειδοποίηση]], <i>ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Όμηρ.· <i>Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑποθημοσύνη:''' ἡ, [[υπόδειξη]], [[πρόταση]], έμμεση [[συμβουλή]], [[παραίνεση]] ή [[νύξη]], [[υπαινιγμός]], [[προειδοποίηση]], <i>ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης</i> (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Όμηρ.· <i>Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποθημοσύνη:''' ἡ [[назидание]], [[наставление]], [[совет]] Hom., Xen., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑποθημοσύνη]], ἡ,<br />a [[suggestion]], [[hint]], [[warning]], ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (epic dat. pl.) Hom.; Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ Xen. [from [[ὑποθήμων]]
|mdlsjtxt=[[ὑποθημοσύνη]], ἡ,<br />a [[suggestion]], [[hint]], [[warning]], ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (epic dat. pl.) Hom.; Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ Xen. [from [[ὑποθήμων]]
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθημοσύνη Medium diacritics: ὑποθημοσύνη Low diacritics: υποθημοσύνη Capitals: ΥΠΟΘΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: hypothēmosýnē Transliteration B: hypothēmosynē Transliteration C: ypothimosyni Beta Code: u(poqhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, advice, counsel, warning, in plural, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Il.15.412, Od.16.233: also in later Ep., A.R.2.1146, cf. Afric. Cest.38, etc.: sg., Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ X.Mem.1.3.7, cf. Luc.Astr.1.

German (Pape)

[Seite 1218] ἡ, der Einem unter den Fuß od. an die Hand gegebene Rath, Ermahnung, Lehre; ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης, Il. 15, 412. 16, 233; auch in Prosa, Xen. Mem. 1, 3, 7; Luc. astrol. 1.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
précepte, conseil.
Étymologie: ὑποθήμων.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθημοσύνη:назидание, наставление, совет Hom., Xen., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθημοσύνη: ἡ, ὑποθήκη, συμβουλή, παραίνεσις, ἐν τῷ πληθ., ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Ἰλ. Ο. 412. Ὀδ. Π. 233· ὡσαύτως, παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἑνικ., Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 7, πρβλ. Λουκ. Ἀστρολ. 1.

English (Autenrieth)

(τίθημι): suggestion, counsels, pl., Il. 15.412 and Od. 16.233.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ ὑποθήμων
συμβουλή, υποθήκη
αρχ.
ηθική προσταγή, δίδαγμα.

Greek Monotonic

ὑποθημοσύνη: ἡ, υπόδειξη, πρόταση, έμμεση συμβουλή, παραίνεση ή νύξη, υπαινιγμός, προειδοποίηση, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Όμηρ.· Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑποθημοσύνη, ἡ,
a suggestion, hint, warning, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (epic dat. pl.) Hom.; Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ Xen. [from ὑποθήμων