ὠκύμορος: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui meurt d’une prompte mort;<br /><b>2</b> qui frappe d’une mort prompte.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[μόρος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui meurt d’une prompte mort;<br /><b>2</b> qui frappe d’une mort prompte.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[μόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκύμορος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обреченный на раннюю смерть]], [[недолговечный]] ([[Ἀχιλλεύς]], μνηστῆρες Hom.; τὸ [[φύσημα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[безвременно умерший]] ([[παῖς]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[несущий быструю смерть]], [[смертоносный]] (ἰοί Hom.; φαρμάκων δυνάμεις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύμορος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὠκυμορώτατος ἄλλων</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ὠκύμορος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πεθαίνει [[γρήγορα]], που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὠκυμορώτατος ἄλλων</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκύμορος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обреченный на раннюю смерть]], [[недолговечный]] ([[Ἀχιλλεύς]], μνηστῆρες Hom.; τὸ [[φύσημα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[безвременно умерший]] ([[παῖς]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[несущий быструю смерть]], [[смертоносный]] (ἰοί Hom.; φαρμάκων δυνάμεις Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠκύ-μορος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[quickly]]-[[dying]], [[dying]] [[early]], of [[Achilles]], Il.; ὠκυμορώτατος ἄλλων Il.<br /><b class="num">II.</b> act. [[bringing]] a [[quick]] or [[early]] [[death]], Hom.
|mdlsjtxt=ὠκύ-μορος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[quickly]]-[[dying]], [[dying]] [[early]], of [[Achilles]], Il.; ὠκυμορώτατος ἄλλων Il.<br /><b class="num">II.</b> act. [[bringing]] a [[quick]] or [[early]] [[death]], Hom.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠμορος Medium diacritics: ὠκύμορος Low diacritics: ωκύμορος Capitals: ΩΚΥΜΟΡΟΣ
Transliteration A: ōkýmoros Transliteration B: ōkymoros Transliteration C: okymoros Beta Code: w)ku/moros

English (LSJ)

ον, A quickly dying, dying early, of Achilles, Il.1.417, 18.95, 458; ὠκυμορώτατος ἄλλων 1.505; of the suitors, Od.1.266, al.; of φιτρός of Meleager, B.5.141; in Epitaphs, Epigr.Gr.527 (Beroea), 540 (Thrace), al.; so in later Prose, Ph.2.45; of flowers, Philostr.Ep.4: of things, transient, J.AJ11.3.6, Ph.1.478: neuter plural as adverb, Supp.Epigr.6.501 (Isaura). II Act., bringing a quick or early death, ἰοί Il.15.441, Od.22.75; φαρμάκων δυνάμεις Plu.Ant.71; κώνειον -ώτατον Id.Dio58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui meurt d’une prompte mort;
2 qui frappe d’une mort prompte.
Étymologie: ὠκύς, μόρος.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύμορος:
1) обреченный на раннюю смерть, недолговечный (Ἀχιλλεύς, μνηστῆρες Hom.; τὸ φύσημα Luc.);
2) безвременно умерший (παῖς Anth.);
3) несущий быструю смерть, смертоносный (ἰοί Hom.; φαρμάκων δυνάμεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύμορος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, ὁ προώρως ἀποθνήσκων, ἐπίθ. τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Α. 417, Σ. 95, 458. ― «ὠκύμοροι· ταχυθάνατοι, οἱ ἀώρῳ θνήσκοντες θανάτῳ» Ἡσύχ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων Ἰλ. Α. 505· ἐπὶ τῶν μνηστήρων, Ὀδ. Α. 266, κ. ἀλλ.· ἐν ἐπιταφίοις, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 527, 540 κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθέων, Φιλοστρ. Ἐπ. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ ἐπιφέρων ταχὺν ἢ πρόωρον θάνατον, ἰοὶ Ἰλ. Ο. 441, Ὀδ. Χ. 75· φαρμάκων δυνάμεις Πλουτ. Ἀντών. 71· κώνειον ὠκυμορώτατον ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 58.

English (Autenrieth)

sup. -ρώτατος: quicklydying, doomed to a speedy death, swiftfated, Il. 18.95, Il. 1.417 ; ἶοί, swift-slaying, Od. 22.75.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα
2. (για άνθος) αυτός που μαραίνεται γρήγορα
3. ενεργ. αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο («φαρμάκων δυνάμεις ὠκύμοροι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + μόρος (πρβλ. ταχύ-μορος)].

Greek Monotonic

ὠκύμορος: -ον, I. αυτός που πεθαίνει γρήγορα, που πεθαίνει πρόωρα, επίθ. του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὠκυμορώτατος ἄλλων, στο ίδ.
II. Ενεργ., αυτός που επιφέρει γρήγορο ή πρόωρο θάνατο, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ὠκύ-μορος, ον,
I. quickly-dying, dying early, of Achilles, Il.; ὠκυμορώτατος ἄλλων Il.
II. act. bringing a quick or early death, Hom.