ῥινοτόρος: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui perce le cuir des boucliers.<br />'''Étymologie:''' [[ῥινός]], [[τείρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui perce le cuir des boucliers.<br />'''Étymologie:''' [[ῥινός]], [[τείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῑνοτόρος:''' [[пробивающий щиты]] ([[Ἄρης]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῑνοτόρος:''' -ον ([[τείρω]]), αυτός που διατρυπά, που διαπερνά τα δέρματα, τις ασπίδες, επίθ. του θεού Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''ῥῑνοτόρος:''' -ον ([[τείρω]]), αυτός που διατρυπά, που διαπερνά τα δέρματα, τις ασπίδες, επίθ. του θεού Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῑνοτόρος:''' [[пробивающий щиты]] ([[Ἄρης]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥῑνο-[[τόρος]], ον, [[τείρω]]<br />[[shield]]-[[piercing]], Il., Hes.
|mdlsjtxt=ῥῑνο-[[τόρος]], ον, [[τείρω]]<br />[[shield]]-[[piercing]], Il., Hes.
}}
}}

Revision as of 22:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνοτόρος Medium diacritics: ῥινοτόρος Low diacritics: ρινοτόρος Capitals: ΡΙΝΟΤΟΡΟΣ
Transliteration A: rhinotóros Transliteration B: rhinotoros Transliteration C: rinotoros Beta Code: r(inoto/ros

English (LSJ)

ον, (ῥινός) hide-piercing, shield-piercing, of Ares, Il.21.392, Hes.Th.934; θύρσος Nonn.D.45.288, etc.

German (Pape)

[Seite 844] die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; αἰχμή, Paul. Sil. ecphr. 1, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui perce le cuir des boucliers.
Étymologie: ῥινός, τείρω.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑνοτόρος: пробивающий щиты (Ἄρης Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνοτόρος: -ον, (ῥινὸς) ὁ διατρυπῶν δέρματα, διατρυπῶν ἀσπίδας, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Φ. 392, Ἡσ. Θ. 934· θύρσος Νόνν. Δ. 45. 288, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + -τόρος (< θ. τορ- του αορ. τορ-εῖν του τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκό-τορος].

Greek Monotonic

ῥῑνοτόρος: -ον (τείρω), αυτός που διατρυπά, που διαπερνά τα δέρματα, τις ασπίδες, επίθ. του θεού Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

ῥῑνο-τόρος, ον, τείρω
shield-piercing, Il., Hes.