κλήθρα: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />aune, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |btext=ας (ἡ) :<br />aune, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κλήθρα -ας, ἡ els (boom). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 25: | ||
|lsmtext='''κλήθρα:''' Ιων. -ρη, <i>ἡ</i>, είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της [[σήμερα]] η [[σκλήθρα]], πιθ. [[alnus]], και αποκαλείται [[ακόμα]] <i>κλέθρα</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''κλήθρα:''' Ιων. -ρη, <i>ἡ</i>, είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της [[σήμερα]] η [[σκλήθρα]], πιθ. [[alnus]], και αποκαλείται [[ακόμα]] <i>κλέθρα</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κλήθρα''': Ἰων -ρη, ἡ, [[εἶδος]] δένδρου παρυδατίου, [[ὅπερ]] νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 18:03, 6 October 2022
English (LSJ)
Ion. κλήθ-ρη, ἡ, alder, Alnus glutinosa, Od.5.64, 239, Thphr. HP1.4.3, 3.3.1.
German (Pape)
[Seite 1450] ἡ, ion. κλήθρη, die Erle, Eller, Else; Od. 5, 239; Theophr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
aune, arbre.
Étymologie: DELG -.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλήθρα -ας, ἡ els (boom).
Greek Monolingual
και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη)
νεοελλ.
βοτ. το φυτό σκλήθρο
αρχ.
ονομασία του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. klādhrā «κλήθρα»].
Greek Monotonic
κλήθρα: Ιων. -ρη, ἡ, είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της σήμερα η σκλήθρα, πιθ. alnus, και αποκαλείται ακόμα κλέθρα, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
κλήθρα: Ἰων -ρη, ἡ, εἶδος δένδρου παρυδατίου, ὅπερ νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: alder, Alnus glutinosa (Od., Thphr.).
Other forms: ion. -ρη
Derivatives: κλήθρινος of alder (Ath. Mech.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Has been connected with NHG dial. lutter, ludere, ludern Alpenerle, Betula nana as IE. *klādhrā. Cf. Schrader-Nehring Reallex. 1, 259, where also on other IE. names of the alder. Unclear to me.
Middle Liddell
the alder, prob. alnus, still called κλέθρα in Greece, Od.
Frisk Etymology German
κλήθρα: {klḗthra}
Forms: ion. -ρη
Grammar: f.
Meaning: Erle, Alnus glutinosa (Od., Thphr.)
Derivative: mit κλήθρινος aus Erle (Ath. Mech.).
Etymology: Kann mit nhd. dial. lutter, ludere, ludern Alpenerle, Betula nana identisch sein, idg. *klādhrā. Schrader BB 15, 289, Schrader-Nehring Reallex. 1, 259; daselbst auch andere idg. Benennungen der Erle.
Page 1,872