ἀσκόπως: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκόπως''': ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 51· [[ἄνευ]] σκοποῦ τινος, [[οὕτως]] [[εἰκῆ]] καὶ [[ἀσκόπως]] χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.
|lstext='''ἀσκόπως''': ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· [[ἄνευ]] σκοποῦ τινος, [[οὕτως]] [[εἰκῆ]] καὶ [[ἀσκόπως]] χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσκόπως:''' [[необдуманно]], [[наудачу]], [[наобум]] Polyb., Plut., Sext.
|elrutext='''ἀσκόπως:''' [[необдуманно]], [[наудачу]], [[наобум]] Polyb., Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 18:15, 6 October 2022

French (Bailly abrégé)

adv.
sans but, au hasard.
Étymologie: ἄσκοπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπως: ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· ἄνευ σκοποῦ τινος, οὕτως εἰκῆ καὶ ἀσκόπως χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκόπως: необдуманно, наудачу, наобум Polyb., Plut., Sext.