ληρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ληρώδης]], -ῶδες) [[[λήρος]] (Ι)]<br />[[μωρολόγος]], [[ανόητος]], [[φλύαρος]] («τῷ ὄντι γελῶν [[ἔνδηλος]] γιγνόμενος [[ληρώδης]] δοκεῑ [[είναι]]», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=-ες (Α [[ληρώδης]], -ῶδες) [[[λήρος]] (Ι)]<br />[[μωρολόγος]], [[ανόητος]], [[φλύαρος]] («τῷ ὄντι γελῶν [[ἔνδηλος]] γιγνόμενος [[ληρώδης]] δοκεῖ [[είναι]]», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:35, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληρώδης Medium diacritics: ληρώδης Low diacritics: ληρώδης Capitals: ΛΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: lērṓdēs Transliteration B: lērōdēs Transliteration C: lirodis Beta Code: lhrw/dhs

English (LSJ)

ες, frivolous, silly, Pl.Tht. 174d, Arist.Rh.1414b15, BGU1011 ii 15 (ii B.C.), Phld.Ir.p.16 W., cj. in Lucil.187 Marx.

German (Pape)

[Seite 40] ες, possenhaft, schwatzhaft, läppisch; Plat. Theaet. 174 d; Arist. rhet. 3, 13, 2 H. A. 6, 31 u. Sp. – Adv., Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
sot, bavard, radoteur.
Étymologie: λῆρος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ληρώδης: пустой, вздорный (sc. ἀνήρ Plat.; κενὸς καὶ λ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ληρώδης: -ες, (εἶδος) μάταιος, μωρολόγος, ἀνόητος, Λατ. nugatorius, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 5. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 181.

Greek Monolingual

-ες (Α ληρώδης, -ῶδες) [[[λήρος]] (Ι)]
μωρολόγος, ανόητος, φλύαρος («τῷ ὄντι γελῶν ἔνδηλος γιγνόμενος ληρώδης δοκεῖ είναι», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ληρώδης: -ες (εἶδος), μάταιος, ανόητος, σε Πλάτ., Αριστ.

Middle Liddell

ληρ-ώδης, ες εἶδος
frivolous, silly, Plat., Arist.

English (Woodhouse)

frivolous, inclined to trifle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)