οἴναρον: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἴναρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φύλλο]] ή το [[κλαδί]] της αμπέλου (α. «[[ἄμπελος]] περιτανύουσα τὰ [[οἴναρα]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[ἄμπελος]] διατηρεῑ τὸν καρπὸν [[ἄνευ]] οἰνάρων», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> το [[κλήμα]], η [[άμπελος]] («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς [[βότρυς]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[φάλος]]: <i>φάλ</i>-<i>αρον</i>)].
|mltxt=[[οἴναρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φύλλο]] ή το [[κλαδί]] της αμπέλου (α. «[[ἄμπελος]] περιτανύουσα τὰ [[οἴναρα]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[ἄμπελος]] διατηρεῖ τὸν καρπὸν [[ἄνευ]] οἰνάρων», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> το [[κλήμα]], η [[άμπελος]] («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς [[βότρυς]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[φάλος]]: <i>φάλ</i>-<i>αρον</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴνᾰρον Medium diacritics: οἴναρον Low diacritics: οίναρον Capitals: ΟΙΝΑΡΟΝ
Transliteration A: oínaron Transliteration B: oinaron Transliteration C: oinaron Beta Code: oi)/naron

English (LSJ)

τό, A vine-leaf or tendril, X.Oec.19.18, Thphr.HP9.13.5, Babr.34.2 (v.l. οἰνάσιν), etc. II vine, Alciphr. 3.22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 feuille de vigne, pampre;
2 vigne.
Étymologie: οἴνη.

Russian (Dvoretsky)

οἴναρον: τό виноградный лист Xen.

Greek (Liddell-Scott)

οἴνᾰρον: τό, = τῷ προηγ., Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5, κτλ. ΙΙ. ἡ ἄμπελος, Ἀλκίφρων 3. 22.

Greek Monolingual

οἴναρον, τὸ (Α)
1. το φύλλο ή το κλαδί της αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν.
β. «ἄμπελος διατηρεῖ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.)
2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -αρον (πρβλ. φάλος: φάλ-αρον)].

Greek Monotonic

οἴνᾰρον: τό (οἴνη), αμπελόφυλλο, σε Ξεν.

Middle Liddell

οἴνᾰρον, ου, τό, οἴνη
a vine-leaf, Xen.