προνόμιο: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(34) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[προνόμιον]], ΝΜΑ<br />το [[κατά]] [[προτίμηση]] Δίκαιο, κατ' [[εξαίρεση]] της κοινής νομοθεσίας, που εφαρμόζεται [[υπέρ]] ή [[κατά]] ορισμένου προσώπου, τάξης ανθρώπων, πραγμάτων ή ειδικών σχέσεων (α. «το [[προνόμιο]] απονομής [[χάριτος]]» β. «παρασχὼν προνόμια | |mltxt=το / [[προνόμιον]], ΝΜΑ<br />το [[κατά]] [[προτίμηση]] Δίκαιο, κατ' [[εξαίρεση]] της κοινής νομοθεσίας, που εφαρμόζεται [[υπέρ]] ή [[κατά]] ορισμένου προσώπου, τάξης ανθρώπων, πραγμάτων ή ειδικών σχέσεων (α. «το [[προνόμιο]] απονομής [[χάριτος]]» β. «παρασχὼν προνόμια τοῖς ἐκεῖ καταφεύγουσι», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> εξαιρετικό [[φυσικό]] [[χάρισμα]], [[προτέρημα]] («έχει το [[προνόμιο]] της ευγλωττίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προνόμια Διεθνούς Δικαίου» — <b>βλ.</b> [[ασυλία]] [[διπλωματική]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χρηματική [[προκαταβολή]], [[αρραβώνας]], [[καπάρο]]<br /><b>2.</b> το [[άσμα]] που ψαλλόταν [[πριν]] από τον <i>νόμο</i>, δηλ. από το κύριο μουσικό [[μέλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιο</i>(<i>ν</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 13 October 2022
Greek Monolingual
το / προνόμιον, ΝΜΑ
το κατά προτίμηση Δίκαιο, κατ' εξαίρεση της κοινής νομοθεσίας, που εφαρμόζεται υπέρ ή κατά ορισμένου προσώπου, τάξης ανθρώπων, πραγμάτων ή ειδικών σχέσεων (α. «το προνόμιο απονομής χάριτος» β. «παρασχὼν προνόμια τοῖς ἐκεῖ καταφεύγουσι», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
1. μτφ. εξαιρετικό φυσικό χάρισμα, προτέρημα («έχει το προνόμιο της ευγλωττίας»)
2. φρ. «προνόμια Διεθνούς Δικαίου» — βλ. ασυλία διπλωματική
αρχ.
1. χρηματική προκαταβολή, αρραβώνας, καπάρο
2. το άσμα που ψαλλόταν πριν από τον νόμο, δηλ. από το κύριο μουσικό μέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νόμος + κατάλ. -ιο(ν)].