Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνακολουθώ: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῦσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῖ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῦσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 13 October 2022

Greek Monolingual

συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ ἀκολουθῶ
1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον
2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῖ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία», Ισοκρ.)
3. ακολουθώ τις απόψεις κάποιου, συμφωνώ
αρχ.
1. παρακολουθώ με τον νου, με τη σκέψη
2. προκύπτω
3. μιμούμαι κάποιον
4. συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον
5. (λογ.) περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ ἀλλήλων συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῦσι καὶ αἱ ἀρχαί», Αριστοτ.).