Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκατατάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα<br />τατάττω Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[μαζί]] με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν [[φάλαγγα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκαταλέγω]], [[συγκαταριθμώ]] («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συγκατατάσσομαι</i><br />κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).
|mltxt=ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα<br />τατάττω Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[μαζί]] με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν [[φάλαγγα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκαταλέγω]], [[συγκαταριθμώ]] («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συγκατατάσσομαι</i><br />κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῖ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:55, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατάσσω Medium diacritics: συγκατατάσσω Low diacritics: συγκατατάσσω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: synkatatássō Transliteration B: synkatatassō Transliteration C: sygkatatasso Beta Code: sugkatata/ssw

English (LSJ)

Att. συγκατατάττω, arrange or draw up together, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα X.Cyr. 6.3.32: metaph., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτῶν φιλίαν Polyaen.5.2.22; take into account, τὴν πρώτην ἡμέραν . . Ph.1.692; classify with, Paul.Aeg. 2.11:—Pass., range oneself beside, μετὰ Ἀθηναίων IG22.237.12 (iv B.C.): metaph., to be arranged harmoniously, M.Ant.7.9.

German (Pape)

[Seite 966] att. -ττω, mit od. zugleich anordnen, Xen. Cyr. 6, 3, 32.

French (Bailly abrégé)

disposer avec ou ensemble ; Pass. être disposé harmonieusement.
Étymologie: σύν, κατατάσσω.

Russian (Dvoretsky)

συγκατατάσσω: атт. συγκατατάττω совместно строить, размещать (τὴν χιλιοστὺν εἰς τὴν φάλαγγα Xen.): σ. τί τινι εἰς τὸ πρόβλημα Plut. включать что-л. вместе с чем-л. в рассмотрение вопроса.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατάσσω: Ἀττικ. -ττω, κατατάσσω ὁμοῦ, συγχρόνως, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· μεταφορ., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτοῦ φιλίαν Πολύαιν. 5, 2, 22. ― Παθ., κατατάσσομαι ἁρμονικῶς, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 9.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα
τατάττω Α
1. κατατάσσω μαζί με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν φάλαγγα», Ξεν.)
2. μτφ. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», Φώτ.)
αρχ.
παθ. συγκατατάσσομαι
κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῖ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).

Greek Monotonic

συγκατατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατατάσσω ή διευθετώ από κοινού, συγκαταλέγω, σε Ξεν.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to arrange or draw up together, Xen.