δύσθυμος: Difference between revisions
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[dejected]], [[despondent]], [[melancholy]], [[heartbroken]] | |woodrun=[[dejected]], [[despondent]], [[melancholy]], [[heartbroken]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=λυπημένος, [[μελαγχολικός]]). Ἀπό τό δυσ + [[θυμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:57, 14 October 2022
English (LSJ)
ον, desponding, melancholy, S.El. 218 (lyr.), X.Cyr.5.2.34, Arist.Pr.955a17 (Comp.), Phld.Herc.1251.10; τοῖς πεπραγμένοις S.El.550; τὸ δ., = δυσθυμία, Plu.Per.15. Adv. -μως, ἔχειν Plb.1.87.1, Phld.Mort.27: Comp. -ότερον Pl.Phd.85b.
Spanish (DGE)
(δύσθῡμος) -ον
I 1desanimado, decaído, desilusionado ψυχά S.El.218, πρόσωπα X.Cyr.5.2.34, οἱ μὲν παῖδες εὐθυμότεροι, οἱ δὲ γέροντες δυσθυμότεροι Arist.Pr.955a17, cf. Gal.4.810, δύσθυμον μᾶλλον τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος καὶ δύσελπι la mujer tiene más tendencia al desaliento y la desesperación que el varón Arist.HA 608b11
•neutr. subst. τὸ δ. desánimo, decaimiento ὁ νύκτωρ (ἀήρ) συνάγει τὴν ψυχὴν εἰς τὸ δ. Plu.2.383b, cf. Per.15
•medic. depresivo, tendente al decaimiento en procesos psicopatológicos frec. asociados a la melancolía y a la hipocondría οἱ δύσθυμοι καὶ δυσέλπιδες Gal.8.342, cf. 14.741.
2 desprovisto de cólera, tranquilo τὰ μὲν (ζῷα) γάρ ἐστι πρᾶα καὶ δύσθυμα ..., οἷον βοῦς algunos animales son dóciles, tranquilos ... como el buey Arist.HA 488b13.
3 descontento, malhumorado οὐκ εἰμὶ τοῖς πεπραγμένοις δ. S.El.550, διὰ τὴν ... ὑπὲ[ρ τ] ῆς τ[ε] λευτῆς λύπην ὀρ[γί] λοι κ[αὶ δύσ] κολοι κ[αὶ δ] ύσθ[υ] μοι Phld.Elect.10.19
•neutr. subst. τὸ δ. mal humor λέλυταί σοι τὸ δ. Basil.Ep.350, cf. Plu.2.330c.
II adv. -ως con desánimo δ. ἔχειν estar desilusionado Plb.1.87.1, I.AI 5.134, Plu.Art.24, Lib.Decl.43.47, δ. διακεῖσθαι Plb.15.4.6, Plu.Fab.6, compar. ἡγοῦμαι ... οὐδὲ δυσθυμότερον αὐτῶν τοῦ βίου ἀπαλλάττεσθαι estimo que me aparto de la vida con menos tristeza que ellos Pl.Phd.85b.
German (Pape)
[Seite 681] mißmüthig, traurig; Soph. El. 211; τινί, 540; Plat. Phaed. 85 b; = δύσελπις, Arist. Probl. 30, 1; τὸ δ., Traurigkeit, Plut. Pericl. 25. – Adv., δυσθύμως ἔχειν Pol. 1, 87; διακεῖσθαι 3, 54; Plut. Fab. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 découragé, triste ; δύσθυμος τινι découragé ou attristé par qch ; τὸ δύσθυμον PLUT la tristesse, le découragement ; qui regrette;
2 de mauvaise humeur.
Étymologie: δυσ-, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
δύσθῡμος: унылый, подавленный, печальный Soph., Xen., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δύσθῡμος: -ον, ἄθυμος, μελαγχολικός, Σοφ. Ἠλ. 218, κτλ.· τινι, διά τι πρᾶγμα, αὐτόθι 550· τὸ δ. = δυσθυμία, Πλούτ. Περικλ. 25. ― Ἐπίρρ., δυσθύμως ἔχειν Πολύβ. 1. 87, 1· συγκρ. -ότερον, Πλάτ. Φαίδωνι 85Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσθυμος, -ον)
βαρύθυμος, κακόκεφος, μελαγχολικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δύσθυμον
η δυσθυμία.
Greek Monotonic
δύσθῡμος: -ον, αποθαρρυμένος, μελαγχολικός, βαρύθυμος, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ δύσθυμον = δυσθυμία, σε Πλούτ.· επίρρ. -μως, συγκρ. -ότερον, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δύσ-θῡμος, ον
desponding, melancholy, repentant, Soph., etc.: τὸ δύσθυμον = δυσθυμία, Plut. adv., -μως, comp. -ότερον, Plat.
English (Woodhouse)
dejected, despondent, melancholy, heartbroken
Mantoulidis Etymological
(=λυπημένος, μελαγχολικός). Ἀπό τό δυσ + θυμός.