παράφρων: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρά]]-φρων, ον, [[φρήν]]<br />[[wandering]] from [[reason]], out of one's wits, [[deranged]], Soph., Eur., etc.
|mdlsjtxt=[[παρά]]-φρων, ον, [[φρήν]]<br />[[wandering]] from [[reason]], out of one's wits, [[deranged]], Soph., Eur., etc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=τρελός). Ἀπό τό [[παρά]] + [[φρήν]] φρενός (=μυαλό). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[φρονέω]] -ῶ.
}}
}}

Revision as of 14:12, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφρων Medium diacritics: παράφρων Low diacritics: παράφρων Capitals: ΠΑΡΑΦΡΩΝ
Transliteration A: paráphrōn Transliteration B: paraphrōn Transliteration C: parafron Beta Code: para/frwn

English (LSJ)

poet. πάρφρων, ον, gen. ονος, (φρήν) wandering from reason, senseless, μάντις S.El.473 (lyr.); out of one's wits, deranged, Pl. Lg.649d; λύσσας πάρφρονος B.10.103; τί τόδ' αὖ παράφρων ἔρριψας ἔπος; E.Hipp.232 (anap.); π.καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Plu.Pomp.72. Adv. -νως, γελᾶν Zen.1.43.

German (Pape)

[Seite 507] ον, vom rechten Verstande od. von der Wahrheit abirrend, verrückt, wahnsinnig, εἰ μὴ 'γὼ παράφρων μάντις ἔφυν καὶ γνώμας λειπομένα σοφᾶς, Soph. El. 464, Schol. ἀνόητος; Eur. Hipp. 232; ὅσα δι' ἡδονῆς αὖ μεθύσκοντα παράφρονας ποιεῖ, Plat. Legg. I, 649 d; Sp.; Plut. verbindet παράφρονι καὶ παραπλῆγι τὴν διάνοιαν, Pomp. 72.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui est hors de son bon sens, fou, insensé.
Étymologie: παρά, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράφρων -ον, gen. -ονος, poët. πάρφρων [παρά, φρήν] buiten zinnen, waanzinnig.

Russian (Dvoretsky)

παράφρων: 2, gen. ονος помешанный, безумный Soph., Eur., Plat., Plut.

Greek Monotonic

παράφρων: -ον (φρήν), αυτός που εκτρέπεται από τη λογική, νοητικά διαταραγμένος, τρελός, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

παράφρων: -ον, (φρὴν) ὁ ἐκτρεπόμενος ἢ πλανώμενος τὰς φρένας, ἄφρων, μωρός, μάντις Σοφ. Ἠλ. 473· ὁ ἔξω φρενῶν, παράφρων, μωρός, Λατ. demens, Πλάτ. Νόμ. 649D· π. ἔπος Εὐρ. Ἱππ. 232· π. καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Πομπ. 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34.

Middle Liddell

παρά-φρων, ον, φρήν
wandering from reason, out of one's wits, deranged, Soph., Eur., etc.

Mantoulidis Etymological

(=τρελός). Ἀπό τό παρά + φρήν φρενός (=μυαλό). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φρονέω -ῶ.