πίννα: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πίννα]], ανδ πίννη, ἡ,<br />the [[pinna]], a bivalve, with a silky [[beard]], Com. | |mdlsjtxt=[[πίννα]], ανδ πίννη, ἡ,<br />the [[pinna]], a bivalve, with a silky [[beard]], Com. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=καί πίννη (=[[εἶδος]] ὀστρακόδερμου). Μεσογειακή λέξη. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 October 2022
German (Pape)
[Seite 617] und πίννη, ἡ, die Steck- oder Steckmuschel, die sich im Meeresgrunde mit einer Art seidener Fäden befestigt (s. Folgds); eine Art derselben soll auch die orientalischen Perlen erzeugen, Arist. H. A. 5, 15; Ath. III, 89 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pinne marine, coquillage ; pê nacre.
Étymologie: DELG prob. mot méditerranéen.
Russian (Dvoretsky)
πίννα: ἡ пинна (моллюск с двустворчатой раковиной, дававший шелковистые нити и перламутр) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πίννα: καὶ πίννη, ἡ, τὸ γνωστὸν δίθυρον ὀστρακόδερμον μετὰ μακροῦ ὀστράκου καὶ μεταξώδους πώγωνος· τῆς πίννης διάφορα εἴδη εὕρηνται ἐν τῇ Μεσογ. Θαλάσσῃ συχνάκις μνημονευόμενα ὡς ἔδεσμα ἐξαίρετον, παρὰ τοῖς Κωμ. ποιηταῖς, π. χ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ἀρχιλόχοις» 5, Φιλυλλ. ἐν «Πόλεσι» 1· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν τῷ π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6 κἑξ., 5. 15, 17, κτλ.· πρβλ. πιννοτήρης, -φύλαξ· τὸν πώγωνα αὐτῆς μετεχειρίζοντο ὡς μέταξαν, πρβλ. πιννικός· εἶδός τι αὐτῶν παράγει μαργαρίτας, ἴδε Ἀθήν. 93Ε, πρβλ. πιννικόν. ― Φέρεται δι’ ἑνὸς ν, πῖνα, παρὰ τῷ Χοιροβοσκ. ἐν τοῖς Κραμ. Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2, 250. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ Α΄, σ. 15.
Greek Monolingual
και πίνα και πίνη, η, ΝΜΑ
γένος μεγαλόσωμων μαλακίων, με τριγωνικό και επίμηκες όστρακο που έχει αιχμηρό κλείθρο και καλύπτεται με μεγάλα λέπια σε ευθύγραμμές σειρές, ενώ ο βύσσος του αποτελείται από πάμπολλα λεπτά επιμήκη νημάτια σαν μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. η λ. είναι μεσογειακής προέλευσης. Η σύνδεση της με το εβρ. penin θεωρείται αμφίβολη. Τα χειρόγραφα παραδίδουν γενικά τη λ. με δύο -νν- ενώ, οι πάπυροι και οι επιγραφές με ένα -ν-].
Greek Monotonic
πίννα: και πίννη, ἡ, πίννα, οστρακοειδές μαλάκιο με μεταξωτά γενάκια, σε Κωμ.
Middle Liddell
πίννα, ανδ πίννη, ἡ,
the pinna, a bivalve, with a silky beard, Com.
Mantoulidis Etymological
καί πίννη (=εἶδος ὀστρακόδερμου). Μεσογειακή λέξη.