ζευγηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζευγ-ηλᾰ́της, ου, [[ἐλαύνω]]<br />the [[driver]] of a [[yoke]] of oxen, [[teamster]], Xen.
|mdlsjtxt=ζευγ-ηλᾰ́της, ου, [[ἐλαύνω]]<br />the [[driver]] of a [[yoke]] of oxen, [[teamster]], Xen.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὁδηγός]] ζεύγους βοδιῶν). Ἀπό τό [[ζεῦγος]] τοῦ [[ζεύγνυμι]] + [[ἐλαύνω]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρημ. [[ἐλαύνω]] καί [[ζεύγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευγηλάτης Medium diacritics: ζευγηλάτης Low diacritics: ζευγηλάτης Capitals: ΖΕΥΓΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: zeugēlátēs Transliteration B: zeugēlatēs Transliteration C: zevgilatis Beta Code: zeughla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, the driver of a yoke of oxen, teamster, S.Fr.616, X.An.6.1.8, PFay.112.6 (i A.D.), Dialex.7.2: pl., D.S.31.24:—a fem. ζευγηλ-ᾰτρίς, ίδος, S.Fr.878.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
conducteur d'une attelage de chevaux ou de bœufs.
Étymologie: ζεῦγος, ἐλαύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζευγηλάτης -ου, ὁ [ζεῦγος, ἐλαύνω] voerman van een span. Xen. An. 6.1.9.

Russian (Dvoretsky)

ζευγηλάτης: ου (ᾰ) ὁ идущий за запряженным плугом, т. е. землепашец, пахарь Soph., Xen.

Greek Monolingual

ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς)
βλ. ζευγολάτης.

Greek Monotonic

ζευγηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί ζεύγος βοδιών για να οργώσει τη γη, ζευγολάτης, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ὁδηγῶν ζεῦγος βοῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 545, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 8· - θηλ. ζευγηλᾰτρίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 883.

Middle Liddell

ζευγ-ηλᾰ́της, ου, ἐλαύνω
the driver of a yoke of oxen, teamster, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ὁδηγός ζεύγους βοδιῶν). Ἀπό τό ζεῦγος τοῦ ζεύγνυμι + ἐλαύνω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρημ. ἐλαύνω καί ζεύγνυμι.