πετροβολία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πετροβολία]], ἡ,<br />a [[stoning]], Xen. [from [[πετροβόλος]] | |mdlsjtxt=[[πετροβολία]], ἡ,<br />a [[stoning]], Xen. [from [[πετροβόλος]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[πετροβόλος]] → [[πέτρα]] + βαλεῖν τοῦ [[βάλλω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[πέτρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 14 October 2022
English (LSJ)
ἡ, stoning, X.An.6.6.15.
German (Pape)
[Seite 606] ἡ, das Werfen, Schleudern der Steine, mit Steinen, Xen. An. 6, 4, 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de lancer des pierres.
Étymologie: πετροβόλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετροβολία -ας, ἡ [πετροβόλος] het slingeren van stenen.
Russian (Dvoretsky)
πετροβολία: ἡ метание камней Xen.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ πετροβόλος
η βολή πετρών, η ρίψη λίθων κατά τη μάχη.
Greek Monotonic
πετροβολία: ἡ, λιθοβολισμός, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πετροβολία: ἡ, τὸ πετροβολεῖν, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 15.
Middle Liddell
πετροβολία, ἡ,
a stoning, Xen. [from πετροβόλος
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πετροβόλος → πέτρα + βαλεῖν τοῦ βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πέτρα.