στυφός: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[στύφω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 14 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, astringent, οἶνος Gp.6.11.2 (Comp.), but σ. οἶνος,= viscidus, Gloss., and so perhaps Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ . . τῇ γεύσει σ. Vett.Val.2.23.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
âcre, acerbe ; astringent.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Russian (Dvoretsky)
στῡφός: v.l. στύφος 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στῡφός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό στύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.