ἐλατήριος: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐλᾰτήριος, ον [[ἐλαύνω]]<br />[[driving]] [[away]], c. gen., Aesch. | |mdlsjtxt=ἐλᾰτήριος, ον [[ἐλαύνω]]<br />[[driving]] [[away]], c. gen., Aesch. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού ἀπομακρύνει). Ἀπό τό [[ἐλατήρ]] τοῦ [[ἐλαύνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 14 October 2022
English (LSJ)
ον,
A driving, driving away, c. gen., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις A.Ch.968 (lyr.).
II ἐλατήρια φάρμακα = purgatives, Hp.Acut.2, cf. Epid.5.7, Erot.
b ἐλατήριον ἀπόβαμμα = lustral water, IG4.1607 (Cleonae).
2 Subst. ἐλατήριον, τό, squirting cucumber, exploding cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Steril.238, Epid.6.5.15, Dsc. 4.150, Thphr.HP4.5.1; drug prepared from squirting cucumber, ib.9.9.4, 9.14.1.
Spanish (DGE)
(ἐλᾰτήριος) -α, -ον
I 1que aleja, purificador c. gen. καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι A.Ch.968, cf. Sokolowski 3.56.1 (Cleonas VI a.C.).
2 medic. purgante φάρμακον Hp.Epid.5.7, Acut.2.
II neutr. subst. τὸ ἐλατήριον, bot.
1 cohombrillo, pepino amargo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., uso medic. τὸ ἐ. ... προστιθέναι Hp.Steril.238, cf. Epid.6.5.15, Arist.MM 1199a32, Thphr.HP 4.5.1, Plin.HN 20.5, Steph.in Gal.Glauc.135.
2 extracto o jugo del cohombrillo obtenido de la semilla molida del mismo, Thphr.HP 9.9.4, cf. 14.1, esp. usado como purgante, Arist.Pr.864a5, Dsc.4.150, Archig. en Gal.12.803, Gal.13.113, en horticultura τοὺς βότρυς ... ῥαίνειν τῷ ἐλατηρίῳ Phan.40.
German (Pape)
[Seite 790] ον, vertreibend; καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962; Sp.; – τὸ ἐλατήριον, Abführungsmittel, Theophr., Medic.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chasse ou repousse.
Étymologie: ἐλατήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰτήριος: изгоняющий (καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰτήριος: -ον, ὁ ἐλαύνων, ἀπομακρύνων, διώκων μετὰ γεν., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλ. Αἰσχύλ. Χο. 968. ΙΙ. ἐλατήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, κινητικόν, καθαρτικὸν φάρμακον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383˙ φάρμακον διδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας κατὰ τὸν τοκετόν, αὐτόθι 685.
Greek Monolingual
-ον
βλ. ελατήριο.
Greek Monotonic
ἐλᾰτήριος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με ορμή και μανία, με γεν., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐλᾰτήριος, ον ἐλαύνω
driving away, c. gen., Aesch.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀπομακρύνει). Ἀπό τό ἐλατήρ τοῦ ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.