σκέρβολος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[κακολόγος]], [[βλάσφημος]], [[υβριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το ρ. [[σκερβόλλω]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[κακολόγος]], [[βλάσφημος]], [[υβριστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το ρ. [[σκερβόλλω]])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κακολόγος]]). Πιθανόν ἀπό τό [[σκῶρ]] (=σκατό) + [[βάλλω]].
}}
}}

Revision as of 15:27, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέρβολος Medium diacritics: σκέρβολος Low diacritics: σκέρβολος Capitals: ΣΚΕΡΒΟΛΟΣ
Transliteration A: skérbolos Transliteration B: skerbolos Transliteration C: skervolos Beta Code: ske/rbolos

English (LSJ)

scolding, abusive, Call.Fr.281, Hsch.

German (Pape)

[Seite 893] schmähend, scheltend, lästernd; σκέρβολα μυθήσαντο, Callim. bei Schol. Ar. Equ. 818, Hesych. erkl. λοίδορος, ἀπατεών.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: σκώρ, βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

σκέρβολος: κακολόγος, ὑβριστής, Καλλ. Ἀποσπ. 287· «λοίδορος καὶ τὰ ὅμοια» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κακολόγος, βλάσφημος, υβριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω)].

Mantoulidis Etymological

(=κακολόγος). Πιθανόν ἀπό τό σκῶρ (=σκατό) + βάλλω.