οἰκοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰκο-[[φθόρος]], ὁ, [[φθείρω]]<br />one who ruins a [[house]], a [[prodigal]], Plat.
|mdlsjtxt=οἰκο-[[φθόρος]], ὁ, [[φθείρω]]<br />one who ruins a [[house]], a [[prodigal]], Plat.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἄσωτος]]). Ἀπό τό [[οἶκος]] + [[φθείρω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶκος]].
}}
}}

Revision as of 15:45, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοφθόρος Medium diacritics: οἰκοφθόροςς Low diacritics: οικοφθόρος Capitals: ΟΙΚΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: oikophthóros Transliteration B: oikophthoros Transliteration C: oikofthoros Beta Code: oi)kofqo/ros

English (LSJ)

ὁ, A one who ruins a house, a prodigal, synonym: φθορόοικος E. Fr.1055, Pl.Lg.689d, Ph.1.311. II seducer, adulterer, PGrenf. 1.53.19 (-φθερ-, iv A.D.), Suid. s.v. Ἱλάριος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ruine une maison, prodigue;
2 coupable d'adultère.
Étymologie: οἶκος, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοφθόρος:разоритель, расточитель Plat.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοφθόρος: ὁ, ὁ φθείρων, καταστρέφων οἶκον, ἄσωτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 1041, Πλάτ. Νόμ. 689D, Διον. Ἁλ. 1. 14· - ὁ ἐξαπατῶν γυναῖκα εἰς ἀσέλγειαν, μοιχός, Σουΐδ. ἐν λ. Ἱλάριος.

Greek Monotonic

οἰκοφθόρος: ὁ (φθείρω), αυτός που καταστρέφει ένα σπίτι, άσωτος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

οἰκο-φθόρος, ὁ, φθείρω
one who ruins a house, a prodigal, Plat.

Mantoulidis Etymological

(=ἄσωτος). Ἀπό τό οἶκος + φθείρω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα καθώς καί στή λέξη οἶκος.