Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σανίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sanidoma
|Transliteration C=sanidoma
|Beta Code=sani/dwma
|Beta Code=sani/dwma
|Definition=ατος, τό, [[planking]], [[framework]], <span class="bibl">Ath.Mech.17.14</span>, <span class="bibl">Plb.1.22.6</span>, <span class="bibl">6.23.3</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>4.10</span>; τῶν μακρῶν πλοίων <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 5.7.5</span> (pl.); of a gateway, <span class="bibl">Hld.9.3</span>; sloping [[table]], <span class="bibl">Agatharch. 27</span>.
|Definition=ατος, τό, [[planking]], [[framework]], <span class="bibl">Ath.Mech.17.14</span>, <span class="bibl">Plb.1.22.6</span>, <span class="bibl">6.23.3</span>, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">3 Ma.</span>4.10</span>; τῶν μακρῶν πλοίων <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 5.7.5</span> (pl.); of a gateway, <span class="bibl">Hld.9.3</span>; sloping [[table]], <span class="bibl">Agatharch. 27</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:15, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνίδωμα Medium diacritics: σανίδωμα Low diacritics: σανίδωμα Capitals: ΣΑΝΙΔΩΜΑ
Transliteration A: sanídōma Transliteration B: sanidōma Transliteration C: sanidoma Beta Code: sani/dwma

English (LSJ)

ατος, τό, planking, framework, Ath.Mech.17.14, Plb.1.22.6, 6.23.3, LXX 3 Ma.4.10; τῶν μακρῶν πλοίων Thphr.HP 5.7.5 (pl.); of a gateway, Hld.9.3; sloping table, Agatharch. 27.

German (Pape)

[Seite 861] τό, eine Decke, Lage von Brettern, bes. das Schiffsverdeck; nach Pol. 6, 23, 3 besteht der römische Schild ἐκ διπλοῦ σανιδώματος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plancher.
Étymologie: σανιδόω.

Russian (Dvoretsky)

σᾰνίδωμα: ατος (ῐ) τό опалубка, настил Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίδωμα: τό, (σανιδόω) πάτωμα ἐκ σανίδων, Πολύβ. 1. 22, 6., 6. 23· τὸ κατάστρωμα πλοίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 5.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σανιδῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση
2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες
β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος
αρχ.
1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)
2. συνεκδ. επικλινές τραπέζι κατασκευασμένο από σανίδες.

Greek Monotonic

σᾰνίδωμα: -ατος, τό, ξύλινο πάτωμα, πλαίσιο από ξύλο, διαξύλωση, σκελετός, καλούπωμα, σε Στράβ.

Middle Liddell

σᾰνίδωμα, ατος, τό,
a planking, framework, Polyb.