προχρίω: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[smear]] [[before]], πρ. τί τινι to [[smear]] or rub with a [[thing]], Soph. | |mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[smear]] [[before]], πρ. τί τινι to [[smear]] or rub with a [[thing]], Soph. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=1 [[untar previamente]] πρόχρισον δὲ τὸ ἄχι λίπει κριοῦ μέλανος ἄρρενος <b class="b3">unta previamente la hierba con grasa de un carnero negro</b> P IV 1100 2 en v. med. [[ungirse previamente]] προχρισάμενος δὲ <μετὰ> τοῦ χρίσματος ἐντεύξῃ <b class="b3">tras haberte ungido previamente con el aceite, haz la petición</b> P VII 878 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 15 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], smear, anoint before, Gal.13.514; τινι with a thing, S.Tr.696, cf. Luc.Alex.21.
German (Pape)
[Seite 800] (s. χρίω), vorher schmieren, salben, Soph. Tr. 693 u. Sp., wie Luc. Alex. 21.
French (Bailly abrégé)
oindre ou enduire auparavant.
Étymologie: πρό, χρίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-χρίω vooraf insmeren.
Russian (Dvoretsky)
προχρίω: (ῑ) намазывать (τί τινι Soph., Luc.).
Spanish
untar previamente, ungirse previamente
Greek Monolingual
Α
1. διαβρέχω, αλείφω προηγουμένως με κάτι («σιάλῳ τὴν σφραγῑδα προχρίσας», Λουκιαν.)
2. χρίω, δίνω προηγουμένως το χρίσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρίω «αλείφω»].
Greek Monotonic
προχρίω: [ῑ], μέλ. -σω, αλείφω εκ των προτέρων, προχρίω τί τινι, αλείφω ή τρίβω με κάτι, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προχρίω: [ῑ], χρίω, ἀλείφω πρότερον, πρ. τί τινι, ἀλείφω ἢ τρίβω μέ τι, Σοφ. Τρ. 696, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 21· ― ῥημ. ἐπίθ. προχριστέον, Ροῦφ. σ. 241, ἔκδ. Matth.
Middle Liddell
fut. σω
to smear before, πρ. τί τινι to smear or rub with a thing, Soph.
Léxico de magia
1 untar previamente πρόχρισον δὲ τὸ ἄχι λίπει κριοῦ μέλανος ἄρρενος unta previamente la hierba con grasa de un carnero negro P IV 1100 2 en v. med. ungirse previamente προχρισάμενος δὲ <μετὰ> τοῦ χρίσματος ἐντεύξῃ tras haberte ungido previamente con el aceite, haz la petición P VII 878