πηνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - " πᾱν" to " πᾶν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πηνίζομαι, Dor. πᾱνίσδομαι [πήνη] weven.
|elnltext=πηνίζομαι, Dor. πᾶνίσδομαι [πήνη] weven.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηνίζομαι:''' Δωρ. πᾱνίσδομαι, αποθ. ([[πήνη]]), [[μασουρίζω]], [[τυλίγω]] [[νήμα]] στο [[μασούρι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πηνίζομαι:''' Δωρ. πᾶνίσδομαι, αποθ. ([[πήνη]]), [[μασουρίζω]], [[τυλίγω]] [[νήμα]] στο [[μασούρι]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πηνίζομαι''': Δωρ. πᾱνίσδομαι· ἀποθ· ([[πήνη]])· ― καλαμίζω, μασουρίζω, [[περιτυλίσσω]] τὸν μίτον εἰς καλάμια πρὸς παρασκευὴν ὑφαδίου, Φιλύλλιος ἐν Ἀδήλ. 11· [[καθόλου]], [[οὔτε]] τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα Θεόκρ. 18. 32.
|lstext='''πηνίζομαι''': Δωρ. πᾶνίσδομαι· ἀποθ· ([[πήνη]])· ― καλαμίζω, μασουρίζω, [[περιτυλίσσω]] τὸν μίτον εἰς καλάμια πρὸς παρασκευὴν ὑφαδίου, Φιλύλλιος ἐν Ἀδήλ. 11· [[καθόλου]], [[οὔτε]] τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα Θεόκρ. 18. 32.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πηνίζομαι]], [[πήνη]]<br />Dep., to [[wind]] [[thread]] off a [[reel]], Theocr.
|mdlsjtxt=[[πηνίζομαι]], [[πήνη]]<br />Dep., to [[wind]] [[thread]] off a [[reel]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 18:46, 29 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνίζομαι Medium diacritics: πηνίζομαι Low diacritics: πηνίζομαι Capitals: ΠΗΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pēnízomai Transliteration B: pēnizomai Transliteration C: pinizomai Beta Code: phni/zomai

English (LSJ)

Dor. πανίσδομαι, (πήνη) wind thread off a reel for the woof, Philyll.33, prob. in BGU1141.34 (i B. C.): generally, wind off a reel, ἐκ ταλάρω π. ἔργα Theoc.18.32:—later in Act., Orib.Fr.137.

French (Bailly abrégé)

tisser.
Étymologie: πήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηνίζομαι, Dor. πᾶνίσδομαι [πήνη] weven.

Russian (Dvoretsky)

πηνίζομαι: дор. πᾱνίσδομαι мотать пряжу или ткать Theocr.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανίσδομαι και μτγν
ενεργ
τ. πηνίζω Α πήνη
1. τυλίγω νήμα από το κουβάρι στο πηνίο, στο μασούρι της σαΐτας, μασουρίζω
2. ξετυλίγωοὔτε τις ἐν ταλάρῳ πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

πηνίζομαι: Δωρ. πᾶνίσδομαι, αποθ. (πήνη), μασουρίζω, τυλίγω νήμα στο μασούρι, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πηνίζομαι: Δωρ. πᾶνίσδομαι· ἀποθ· (πήνη)· ― καλαμίζω, μασουρίζω, περιτυλίσσω τὸν μίτον εἰς καλάμια πρὸς παρασκευὴν ὑφαδίου, Φιλύλλιος ἐν Ἀδήλ. 11· καθόλου, οὔτε τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα Θεόκρ. 18. 32.

Middle Liddell

πηνίζομαι, πήνη
Dep., to wind thread off a reel, Theocr.