μολύβδιον: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(6_21) |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molyvdion | |Transliteration C=molyvdion | ||
|Beta Code=molu/bdion | |Beta Code=molu/bdion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[leaden weight]], Hp.Art.14.<br><span class="bld">II</span> [[sound]] for the [[uterus]], Id.Mul.1.11, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολύβδιον''': τό, βάρος ἐκ μολύβδου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791. | |lstext='''μολύβδιον''': τό, βάρος ἐκ μολύβδου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[μολίβι]], το (Α [[μολύβιον]] και [[μολίβιον]] και [[μολύβδιον]], Μ [[μολύβιν]] και [[μολύβι]] και [[μολύβδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο [[γραφής]] από γραφίτη ή [[άλλη]] [[χρωστική]] ύλη που περιέχεται σε [[λεπτό]] ξύλινο κύλινδρο, αλλ. μολυβδοκόντυλο<br /><b>2.</b> [[βλήμα]] πυροβόλου όπλου κατασκευασμένο από μόλυβδο<br /><b>3.</b> η [[μολυβήθρα]]<br /><b>4.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] πολύ [[βαρύ]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το [[μέταλλο]] [[μόλυβδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]] μολύβδου<br /><b>2.</b> μολυβδωμένος [[σωλήνας]]<br /><b>3.</b> [[μήλη]] για [[εξέταση]] της μήτρας<br /><b>4.</b> υποκορ. του [[μόλυβδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μολύβ</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>. Ο τ. [[μολύβδιον]] <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:55, 5 November 2022
English (LSJ)
τό,
A leaden weight, Hp.Art.14.
II sound for the uterus, Id.Mul.1.11, al.
German (Pape)
[Seite 200] τό, bleierne Röhre, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μολύβδιον: τό, βάρος ἐκ μολύβδου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791.
Greek Monolingual
και μολίβι, το (Α μολύβιον και μολίβιον και μολύβδιον, Μ μολύβιν και μολύβι και μολύβδι)
νεοελλ.
1. όργανο γραφής από γραφίτη ή άλλη χρωστική ύλη που περιέχεται σε λεπτό ξύλινο κύλινδρο, αλλ. μολυβδοκόντυλο
2. βλήμα πυροβόλου όπλου κατασκευασμένο από μόλυβδο
3. η μολυβήθρα
4. καθετί που είναι πολύ βαρύ
νεοελλ.-μσν.
το μέταλλο μόλυβδος
αρχ.
1. τεμάχιο μολύβδου
2. μολυβδωμένος σωλήνας
3. μήλη για εξέταση της μήτρας
4. υποκορ. του μόλυβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβ-ιον < μόλυβος + υποκορ. κατάλ. -ιον. Ο τ. μολύβδιον < μόλυβδος.