δυσέμβατος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inaccessible, impénétrable ; <i>fig.</i> qui s'accorde mal.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐμβαίνω]].
|btext=ος, ον :<br />inaccessible, impénétrable ; <i>fig.</i> qui s'accorde mal.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἐμβαίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:00, 11 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέμβᾰτος Medium diacritics: δυσέμβατος Low diacritics: δυσέμβατος Capitals: ΔΥΣΕΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: dysémbatos Transliteration B: dysembatos Transliteration C: dysemvatos Beta Code: duse/mbatos

English (LSJ)

ον, hard to walk on, rugged, τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10; inaccessible, οἰωνοῖσι D.P.1150.

Spanish (DGE)

(δυσέμβᾰτος) -ον
1 de difícil acceso, inaccesible, inviable τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10, τρηχαλέης ... δυσέμβατα νῶτα κολώνης Nonn.D.5.406, cf. 45.229, οὔρεος ἄκρα κάρηνα Nonn.D.11.216, οἶμος Triph.102, τεῖχος Basil.Ep.14.2, c. dat. (αἴη) δ. οἰωνοῖσι D.P.1150, ἡ γὰρ δυσχωρία Πέρσαις ... δ. Lyd.Mag.3.34.
2 fig. difícilmente vadeable, difícil de atravesar βίος en compar. c. un torrente, Epict.Gnom.1
impenetrable de la obra de Nicómaco de Gerasa, Phot.Bibl.145a34.

German (Pape)

[Seite 679] worauf schwer zu fußen ist; schwer zu besteigen; κάρηνα οὔρεος Nonn. D. 11, 216; ὄρος οἰωνοῖσιν D. Per 1150; τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc. 4, 10; bei Plut. Symp. 4, 1, 2 übertr., wo jetzt nach Reiske δυσσύμβατος steht.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible, impénétrable ; fig. qui s'accorde mal.
Étymologie: δυσ-, ἐμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

δυσέμβᾰτος: неприступный (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσέμβατος: -ον, ἐφ’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ βαδίζῃ τις, πετρώδης, τοῦ χωρίου τὸ δ. Θουκ. 4. 10· ἀπρόσιτος, δυσπρόσιτος, οἰωνοῖσι Διον. Π. 1150.

Greek Monolingual

δυσέμβατος, -ον (AM)
μσν.
μτφ. δυσνόητος
αρχ.
1. δύσβατος
2. δυσπρόσιτος.

Greek Monotonic

δυσέμβᾰτος: -ον, αυτός στον οποίο κάποιος δύσκολα βαδίζει, δύσβατος, κακοτράχαλος, σε Θουκ.

Middle Liddell

δυσ-έμβᾰτος, ον
hard to walk on, Thuc.