ἐπίλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />choisi, de choix ; [[οἱ]] ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλέγω]]¹.
|btext=ος, ον :<br />choisi, de choix ; οἱ ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλέγω]]¹.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 21:20, 11 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίλεκτος Medium diacritics: ἐπίλεκτος Low diacritics: επίλεκτος Capitals: ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: epílektos Transliteration B: epilektos Transliteration C: epilektos Beta Code: e)pi/lektos

English (LSJ)

ον, A chosen, τὸ ἐ. γένος Ἰσραήλ Ph.1.242; ξύλα πρὸς εὐωδίαν . Ael.VH5.6; ἐ. σμύρνα choice. J.AJ3.8.3; εἰκασίαι Callix.2. 2. especially of soldiers, οἱ ἐπίλεκτοι X.An.3.4.43, HG5.3.23, IG22.680.12, IPE12.352.39 (Cherson.); in Egypt, OGI731 (ii B.C.), UPZ110.21 (ii B.C.). b. = ἔκτακτος (q.v.), Arr.Tact.10.4. c. = Lat. extraordinarii, Plb.6.26.6, etc. 2. Adv. ἐπιλέκτως = λογάδην (by picking out), Sch.Th.4.4.

German (Pape)

[Seite 957] auserlesen, bes. von Soldaten, Kerntruppen, Xen. An. 3, 4, 43 Hell. 5, 3, 23 u. Sp., wie Pol. 6, 26, 6. – Adv. ἐπιλέκτως, Erkl. von λογάδην, Schol. Thuc. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
choisi, de choix ; οἱ ἐπίλεκτοι XÉN soldats d’élite.
Étymologie: ἐπιλέγω¹.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίλεκτος: избранный, отборный: οἱ ἐπίλεκτοι (στρατιῶται) Xen., Polyb., Plut. отборные воины.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίλεκτος: -ον, (ἐπιλέγω) ἐκλεκτός, «διαλεχτός», ξύλα πρὸς εὐωδίαν ἐπίλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν, οἱ ἐπίλεκτοι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 43, Ἑλλ. 5. 3, 23· οἱ Λατ. extraordinarii, Πολύβ. 6. 26, 6, κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, λογάδην, Σχόλ. εἰς Θουκ. 4. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίλεκτος, -ον) επιλέγω
εκλεκτός, διαλεχτός
μσν.
εκείνος που γίνεται με φροντίδα
αρχ.
(για στρατιώτες) α) αυτός που κατατάχθηκε μετά από επιλογή
β) έκτακτος.

Greek Monotonic

ἐπίλεκτος: -ον (ἐπιλέγω), εκλεκτός, διαλεχτός, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπίλεκτος, ον ἐπιλέγω
chosen, picked, of soldiers, Xen.