σμιλεύω: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σμῑλεύω,<br />to [[carve]] [[finely]]. [from σμῑ́λη] | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] wie [[γλύφω]], sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] wie [[γλύφω]], sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp. | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σμῑλεύω:''' [[σκαλίζω]], [[γλύφω]] με [[λεπτότητα]], [[λαξεύω]]. | |lsmtext='''σμῑλεύω:''' [[σκαλίζω]], [[γλύφω]] με [[λεπτότητα]], [[λαξεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[σκαλίζω]], [[λαξεύω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[σμίλη]] (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σμιλεία]] καί σμίλευσις (=σκάλισμα), [[σμίλευμα]], [[σμιλευτός]] (=σκαλισμένος). | |mantxt=(=[[σκαλίζω]], [[λαξεύω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[σμίλη]] (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σμιλεία]] καί σμίλευσις (=σκάλισμα), [[σμίλευμα]], [[σμιλευτός]] (=σκαλισμένος). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:42, 13 November 2022
Middle Liddell
σμῑλεύω,
to carve finely. [from σμῑ́λη]
German (Pape)
[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.
French (Bailly abrégé)
entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.
Greek Monolingual
ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο-σμιλεύω, δια-σμιλεύω)].
Greek Monotonic
σμῑλεύω: σκαλίζω, γλύφω με λεπτότητα, λαξεύω.
Mantoulidis Etymological
(=σκαλίζω, λαξεύω). Ἀπό τό οὐσ. σμίλη (=ἐργαλεῖο γιά χάραξη).
Παράγωγα: σμιλεία καί σμίλευσις (=σκάλισμα), σμίλευμα, σμιλευτός (=σκαλισμένος).