ἀμυστί: Difference between revisions
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[μύω]<br />without [[closing]] the [[mouth]], i. e. at one [[draught]], Luc. | |mdlsjtxt=[μύω]<br />without [[closing]] the [[mouth]], i. e. at one [[draught]], Luc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=πίνειν, <i>in einem Zuge [[trinken]]</i>, ohne die [[Lippen]] zu [[schließen]] ([[μύω]]), Anacr. 8.2, 17.2; Luc. <i>Tox</i>. 45. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], Adv., (μύω) without closing the mouth, i.e. at one draught, ἀμυστὶ πιεῖν prob. in Hp.Int.12, cf. Pherecr.202, Anacreont. 8, Luc.Lex.8.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-ῑ]
adv. sin cerrar la boca, de un trago ἀμυστὶ πιεῖν Pherecr.202, Anacreont.9, Luc.Lex.8, D.C.72.18.2, Poll.6.25, cf. Clem.Al.Paed.2.2.31.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans fermer la bouche.
Étymologie: ἀ, μύω.
Greek Monolingual
ἀμυστί επίρρ. (Α)
δίχως αναπνοή, μονορούφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια».
ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις.
Russian (Dvoretsky)
ἀμυστί: μύω adv. не закрывая рта, т. е. залпом (πίνειν Anacr., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυστί: [ῑ], Ἐπίρρ. (μύω) = χωρὶς νὰ κλείσῃ τις τὸ στόμα, δηλ. διὰ μιᾶς, «μονορροῦφι», ἀμυστὶ πίνειν Λουκ. Λεξιφ. 8, κτλ.
Greek Monotonic
ἀμυστί: [ῑ], επίρρ. (μύω), χωρίς κλείσιμο του στόματος, δηλ. μονορούφι, σε Λουκ.
Middle Liddell
[μύω]
without closing the mouth, i. e. at one draught, Luc.
German (Pape)
πίνειν, in einem Zuge trinken, ohne die Lippen zu schließen (μύω), Anacr. 8.2, 17.2; Luc. Tox. 45.