μαδαῖος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=μαδαῖος, -αία, -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαδαρός]]) [[υγρός]], [[πυώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μαδαρός]], από το θ. του <i>μαδῶ</i>]. | |mltxt=μαδαῖος, -αία, -ον (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[μαδαρός]]) [[υγρός]], [[πυώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μαδαρός]], από το θ. του <i>μαδῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=poet. = [[μαδαρός]], Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
α, ον, poet. for μαδαρός, ἕλκη Poet. de herb.83.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ μαδαρός, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. 83.
Greek Monolingual
μαδαῖος, -αία, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του μαδαρός) υγρός, πυώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του μαδαρός, από το θ. του μαδῶ].
German (Pape)
poet. = μαδαρός, Sp.