λῄτειρα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λῄτειρα]], ἡ (Α)<br />[[δημόσια]] [[ιέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλυκός τ. του <i>λητῆρες</i> ([[πρβλ]]. [[γενέτειρα]], [[καθηγήτειρα]]) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. <i>λήϊτος</i>, <i>ληΐτη</i> «[[ιέρεια]]» ([[πρβλ]]. [[λήτωρ]])].
|mltxt=[[λῄτειρα]], ἡ (Α)<br />[[δημόσια]] [[ιέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλυκός τ. του <i>λητῆρες</i> ([[πρβλ]]. [[γενέτειρα]], [[καθηγήτειρα]]) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. <i>λήϊτος</i>, <i>ληΐτη</i> «[[ιέρεια]]» ([[πρβλ]]. [[λήτωρ]])].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, fem. zu [[λῃτήρ]], <i>[[öffentliche]] [[Priesterin]]</i>, Callim. bei <i>Schol. Soph. O.C</i>. 489.
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῄτειρα Medium diacritics: λῄτειρα Low diacritics: λήτειρα Capitals: ΛΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: lḗiteira Transliteration B: lēteira Transliteration C: liteira Beta Code: lh/|teira

English (LSJ)

ἡ, public priestess, Call.Fr.123, Hsch.; cf. λείτειραι.

Greek (Liddell-Scott)

λῄτειρα: ἡ, δημοσία ἱέρεια, Καλλ. Ἀπόσπ. 123, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λῄτειρα, ἡ (Α)
δημόσια ιέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. του λητῆρες (πρβλ. γενέτειρα, καθηγήτειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)].

German (Pape)

ἡ, fem. zu λῃτήρ, öffentliche Priesterin, Callim. bei Schol. Soph. O.C. 489.