ὑποφήτης: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[ὑποφῆτις]], -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α<br /><b>1.</b> [[χρησμολόγος]] [[ιερέας]], [[ερμηνευτής]] της θείας βούλησης·2. <b>φρ.</b> «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές <b>(θεόκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φημί]] «[[λέγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>φήτης</i>].
|mltxt=-ου, ὁ, θηλ. [[ὑποφῆτις]], -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α<br /><b>1.</b> [[χρησμολόγος]] [[ιερέας]], [[ερμηνευτής]] της θείας βούλησης·2. <b>φρ.</b> «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές <b>(θεόκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φήτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φημί]] «[[λέγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>φήτης</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 33: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐξηγητής]] χρησμῶν). Ἀπό τό ὑπό + [[φημί]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[ἐξηγητής]] χρησμῶν). Ἀπό τό ὑπό + [[φημί]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Verkündiger]]</i>, bes. <i>der [[Ausleger]], [[Verkündiger]] des göttlichen Willens, der [[Priester]], der ein [[Orakel]] ausspricht, Il</i>. 16.235, Luc. <i>Alex</i>. 24, 26; – [[später]] auch <i>[[Dichter]]</i>, εὐεπίης <i>Ep.adesp</i>. 582 (<i>APP</i> 271), μουσάων Theocr. 16.29, 17.115.
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφήτης Medium diacritics: ὑποφήτης Low diacritics: υποφήτης Capitals: ΥΠΟΦΗΤΗΣ
Transliteration A: hypophḗtēs Transliteration B: hypophētēs Transliteration C: ypofitis Beta Code: u(pofh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (φημί) suggester, interpreter, expounder, especially of the divine will or judgement, e.g. priest who declares an oracle, Il.16.235; Μουσάων ὑποφῆται, i.e. poets, Theoc.16.29, 17.115; ἑτέρων ὑ. Id.22.116; Γλαῦκος . . Νηρῆος ὑ. A.R.1.1311, cf. Porph. ap. Iamb.Myst.5.1, Orib.Syn.8.2.1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
interprète de la parole ou de la volonté des dieux, prêtre, devin.
Étymologie: ὑπό, *φήτης, cf. προφήτης.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφήτης: ου ὁ истолкователь воли богов, прорицатель Hom.: Μουσάων ὑποφῆται Theocr. жрецы Муз, т. е. поэты.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφήτης: -ου, ὁ, (φημὶ) ὁ ἑρμηνευτὴς ἢ ἐξηγητὴς μάλιστα τοῦ θείου θελήματος, π. χ. ἱερεὺς ἀναγγέλλων τὸν θεῖον χρησμόν, Ἰλ. Π. 235· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. ποιηταί, Λατιν. vates, Θεόκρ. 16. 29· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. 17. 115., 22. 116, πρβλ. προφήτης. Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποφῆται, ἱερεῖς, προφῆται, χρησμολόγοι», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποφῆται· μάντεις, προφῆται, ἱερεῖς, διερμηνευταί, χρησμολόγοι», πρβλ. καὶ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

English (Autenrieth)

(φημί): declarer, interpreter of the divine will, pl., Il. 16.235†.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, θηλ. ὑποφῆτις, -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α
1. χρησμολόγος ιερέας, ερμηνευτής της θείας βούλησης·2. φρ. «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές (θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -φήτης (< φημί «λέγω»), πρβλ. προ-φήτης].

Greek Monotonic

ὑποφήτης: -ου, ὁ (φημί), εξηγητής, ερμηνευτής, ιερέας που αναγγέλλει έναν θείο χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. οι ποιητές, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὑπο-φήτης, ου, ὁ, φημί
a suggester, interpreter, a priest who declares an oracle, Il.; Μουσάων ὑποφῆται, i. e. poets, Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=ἐξηγητής χρησμῶν). Ἀπό τό ὑπό + φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

ὁ, Verkündiger, bes. der Ausleger, Verkündiger des göttlichen Willens, der Priester, der ein Orakel ausspricht, Il. 16.235, Luc. Alex. 24, 26; – später auch Dichter, εὐεπίης Ep.adesp. 582 (APP 271), μουσάων Theocr. 16.29, 17.115.