νιτρώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[νιτρώδης]], -ῶδες) [[νίτρον]]<br />αυτός που περιέχει [[νίτρο]] ή νιτρικό οξύ σε [[αφθονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νιτρώδεις ατμοί»<br /><b>χημ.</b> [[αέριο]] [[μίγμα]] που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, [[κατά]] την [[παρασκευή]] τών χρωμάτων ανιλίνης, και [[είναι]] πολύ δηλητηριώδες<br />β) «νιτρώδες οξύ» — [[ασταθής]] ανόργανη χημική [[ένωση]] που παράγεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε [[νερό]].
|mltxt=-ες (Α [[νιτρώδης]], -ῶδες) [[νίτρον]]<br />αυτός που περιέχει [[νίτρο]] ή νιτρικό οξύ σε [[αφθονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νιτρώδεις ατμοί»<br /><b>χημ.</b> [[αέριο]] [[μίγμα]] που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, [[κατά]] την [[παρασκευή]] τών χρωμάτων ανιλίνης, και [[είναι]] πολύ δηλητηριώδες<br />β) «νιτρώδες οξύ» — [[ασταθής]] ανόργανη χημική [[ένωση]] που παράγεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε [[νερό]].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>dem [[Natron]] [[ähnlich]], voll [[Natron]]</i>; [[ὕδωρ]], Paul.Sil. 74.113; Arist. <i>Probl</i>. 23.40.
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νιτρώδης Medium diacritics: νιτρώδης Low diacritics: νιτρώδης Capitals: ΝΙΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nitrṓdēs Transliteration B: nitrōdēs Transliteration C: nitrodis Beta Code: nitrw/dhs

English (LSJ)

ες (Att. λιτρώδης Pl.Ti.65e), A like νίτρον, δύναμις Arist.Pr.936a2; impregnated with ν., τὰ ν. Thphr.CP2.5.1, Od.65. 2 alkaline, of mineral springs, Gal.11.387. II epithet of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι IG14.892.

Russian (Dvoretsky)

νιτρώδης: похожий на щелочь, тж. содержащий щелочь, щелочной (ὕδωρ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νιτρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς νίτρον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 40, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 1.

Greek Monolingual

-ες (Α νιτρώδης, -ῶδες) νίτρον
αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος
2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί»
χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται κατά τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, κατά την παρασκευή τών χρωμάτων ανιλίνης, και είναι πολύ δηλητηριώδες
β) «νιτρώδες οξύ» — ασταθής ανόργανη χημική ένωση που παράγεται κατά τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε νερό.

German (Pape)

ες, dem Natron ähnlich, voll Natron; ὕδωρ, Paul.Sil. 74.113; Arist. Probl. 23.40.