θριδακίνη: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[θριδακίνη]]) [[θρίδαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> [[φάρμακο]] καταπραϋντικό και υπνωτικό που λαμβάνεται με [[εκχύλιση]] μαρουλιού σε θερμό [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μαρούλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ζυμαρικών.
|mltxt=η (Α [[θριδακίνη]]) [[θρίδαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> [[φάρμακο]] καταπραϋντικό και υπνωτικό που λαμβάνεται με [[εκχύλιση]] μαρουλιού σε θερμό [[νερό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μαρούλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ζυμαρικών.
}}
{{pape
|ptext=[κῑ], ἡ,<br><b class="num">1</b> eigtl. att. Form für [[θρίδαξ]], Phryn. 130; Theophr.; doch auch Hippocr.; Eubul. Ath. II.69 [wo α lang ist] und Amphis <i>ib</i>. [wo α kurz.]<br><b class="num">2</b> <i>eine Art [[Backwerk]]</i>, Ath. II.68e, III.114b, Poll. 6.46.
}}
}}

Revision as of 16:49, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῐδᾰκίνη Medium diacritics: θριδακίνη Low diacritics: θριδακίνη Capitals: ΘΡΙΔΑΚΙΝΗ
Transliteration A: thridakínē Transliteration B: thridakinē Transliteration C: thridakini Beta Code: qridaki/nh

English (LSJ)

[κῑ], ἡ, Att. form of Ion. and Dor. θρίδαξ (Ath.2.68f):—A lettuce, Cratin.330, Hp.Mul.2.136, Amphis 20, Eub.14, Thphr.HP1.12.2; θ. ἥμερος ib.7.6.2. 2 wild lettuce, Lactuca Scariola, Id.l.c.; ἡ πικρὰ θ. ib.9.11.10; in this signf., opp. θρίδαξ, Gal.13.387, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.532B. 3 sea-lettuce, a kind of sea-weed, Aët.12.42 (pl.). II fem. Adj. (sc. μᾶζα), a kind of cake, Luc.Lex.3, Ath.3.114f, Hellad.l.c.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 laitue sauvage;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: θριδάκινος.

Greek (Liddell-Scott)

θρῐδᾰκίνη: κῑ, ἡ, Ἀττ. τύπος τοῦ Ἰων. καὶ Δωρ. θρίδαξ (Ἀθήν. 68F, Λοβ. ἐν Φρυν. 130): - τὸ «μαροῦλι», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 13, κτλ., Ἄμφις ἐν Ἰαλ. 1, Εὔβουλ. ἐν Ἀστυτ. 1· ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. - μεταγεν., τὸ ἄγριον μαροῦλι, ἀντίθετον τῷ θρίδαξ, Γαλην. 13. 648, Ἑλλάδ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 532. 13: -ἐντεῦθεν ὑποκορ. θρῐδᾰκῑνίς, ίδος, ἡ, καὶ θρῐδᾰκίσκη, ἡ, ἴδε θρίδαξ ἐν τέλ. ΙΙ. εἶδος ζυμαρικοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 3, Ἀθήν. 114F (ὁπότε εἶναι θηλ. ἐπίθ., ἐννοουμένου τοῦ μᾶζα).

Greek Monolingual

η (Α θριδακίνη) θρίδαξ
νεοελλ.
(φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό και υπνωτικό που λαμβάνεται με εκχύλιση μαρουλιού σε θερμό νερό
αρχ.
1. το μαρούλι
2. είδος ζυμαρικών.

German (Pape)

[κῑ], ἡ,
1 eigtl. att. Form für θρίδαξ, Phryn. 130; Theophr.; doch auch Hippocr.; Eubul. Ath. II.69 [wo α lang ist] und Amphis ib. [wo α kurz.]
2 eine Art Backwerk, Ath. II.68e, III.114b, Poll. 6.46.