Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκόλλητος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική [[ουσία]]<br />«[[φάκελος]] [[ακόλλητος]]», «λίθοι ακόλλητοι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[απίθανος]], ο [[απίστευτος]]<br />«ακόλλητο [[ψέμα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί<br />«ἀκόλλητον [[δέρμα]] σώμασι» (Γαλην. 11.125)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)<br /><b>3.</b> όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα [[σύνολο]]<br />«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)<br /><b>4.</b> ο [[ασύνδετος]], ο [[παράταιρος]]<br />«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῖα [[μέλη]]» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κολλητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κολλῶ</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική [[ουσία]]<br />«[[φάκελος]] [[ακόλλητος]]», «λίθοι ακόλλητοι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[απίθανος]], ο [[απίστευτος]]<br />«ακόλλητο [[ψέμα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί<br />«ἀκόλλητον [[δέρμα]] σώμασι» (Γαλην. 11.125)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)<br /><b>3.</b> όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα [[σύνολο]]<br />«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)<br /><b>4.</b> ο [[ασύνδετος]], ο [[παράταιρος]]<br />«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῖα [[μέλη]]» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κολλητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κολλῶ</i>].
}}
{{pape
|ptext=(nicht zusammenzuleimen), <i>[[unvereinbar]]</i>, Dion.Hal. <i>C.V</i>. p. 42; Galen.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόλλητος Medium diacritics: ἀκόλλητος Low diacritics: ακόλλητος Capitals: ΑΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: akóllētos Transliteration B: akollētos Transliteration C: akollitos Beta Code: a)ko/llhtos

English (LSJ)

ον, A not cemented or not glued, λίθοι BCH35.43 (Dclos); not adhering, δέρμα σώμασι Gal.11.125; not united, not healed up, of wounds, Id.18(2).802. 2 incapable of being compacted, D.H. Comp.22.

Spanish (DGE)

-ον
1 despegado, no unido ἀκόλλητον βρέτας imagen arrancada de su pedestal, S.Fr.10c.8 (cj.), de bloques de piedra fracturados y reparados mediante argamasa o clavijas ID 507.12 (III a.C.)
medic. no cicatrizado, no cerrado de una herida, Gal.18(2).802.
2 gram. que no puede unirse, formar grupo consonántico de ν seguida de χ D.H.Comp.22.15.
3 que no se adhiere δέρμα σώμασι Gal.11.125.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλλητος: ὁ μὴ κεκολλημένος ἢ μὴ προσηρτημένος, τινί, Γαλην. 2) ἀσυνάρτητος, ἀσύναπτος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 42.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία
«φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι»
νεοελλ.
ο απίθανος, ο απίστευτος
«ακόλλητο ψέμα»
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί
«ἀκόλλητον δέρμα σώμασι» (Γαλην. 11.125)
2. αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)
3. όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα σύνολο
«στοιχεῖα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)
4. ο ασύνδετος, ο παράταιρος
«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῖα μέλη» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κολλητὸς < κολλῶ].

German (Pape)

(nicht zusammenzuleimen), unvereinbar, Dion.Hal. C.V. p. 42; Galen.