λῄσταρχος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. λησταρχίνα (AM [[λήσταρχος]], Μ θηλ. λησταρχίνα)<br />[[αρχηγός]] συμμορίας ληστών, [[αρχιληστής]] (α. «Εκεί δρούσε ο [[διαβόητος]] [[λήσταρχος]] Γιαγκούλας» β. «ὁ [[λῄσταρχος]] ὁ Λυσιτανός [[δίκαιος]] ἦν ἐν ταῖς διανομαῑς τῶν λαφύρων», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αισχροκερδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληστής]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρχός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. [[δήμαρχος]], [[ίππαρχος]]].
|mltxt=ο, θηλ. λησταρχίνα (AM [[λήσταρχος]], Μ θηλ. λησταρχίνα)<br />[[αρχηγός]] συμμορίας ληστών, [[αρχιληστής]] (α. «Εκεί δρούσε ο [[διαβόητος]] [[λήσταρχος]] Γιαγκούλας» β. «ὁ [[λῄσταρχος]] ὁ Λυσιτανός [[δίκαιος]] ἦν ἐν ταῖς διανομαῑς τῶν λαφύρων», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αισχροκερδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληστής]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρχός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. [[δήμαρχος]], [[ίππαρχος]]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Räuberanführer]], [[Räuberhauptmann]]</i>, Polyaen. 4.9.3.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῄσταρχος Medium diacritics: λῄσταρχος Low diacritics: λήσταρχος Capitals: ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: lḗistarchos Transliteration B: lēstarchos Transliteration C: listarchos Beta Code: lh/|starxos

English (LSJ)

ὁ, = λῃστάρχης, D.S.33.1, App.Hisp.68, Polyaen.4.9.3, Wilcken Chr.20 iv 8 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

λῄσταρχος: ὁ, = λῃστάρχης, Πολύαιν. 4. 9, 3, Κλήμ. Ἀλ. 959.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα)
αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῖς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.)
νεοελλ.
μτφ. αισχροκερδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμαρχος, ίππαρχος].

German (Pape)

ὁ, Räuberanführer, Räuberhauptmann, Polyaen. 4.9.3.