μυότρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυότρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «όργανο του σώματος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]]) «[[πληγώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>τρωτος</i>].
|mltxt=[[μυότρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «όργανο του σώματος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]]) «[[πληγώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>τρωτος</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>an den [[Muskeln]] [[verwundet]], [[verletzt]]</i>, Diosc.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυότρωτος Medium diacritics: μυότρωτος Low diacritics: μυότρωτος Capitals: ΜΥΟΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: myótrōtos Transliteration B: myotrōtos Transliteration C: myotrotos Beta Code: muo/trwtos

English (LSJ)

ον, (μῦς IV) hurt in the muscles, Dsc. 1.58.

Greek (Liddell-Scott)

μυότρωτος: -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.

Greek Monolingual

μυότρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τρωτος (< τιτρώσκω) «πληγώνω»), πρβλ. δουρί-τρωτος].

German (Pape)

an den Muskeln verwundet, verletzt, Diosc.