προκοιτία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προκοιτία]], ἡ,<br />a [[watch]] kept [[before]] a [[place]]; in plural, like Lat. [[excubiae]], Polyb. [from [[πρόκοιτος]]
|mdlsjtxt=[[προκοιτία]], ἡ,<br />a [[watch]] kept [[before]] a [[place]]; in plural, like Lat. [[excubiae]], Polyb. [from [[πρόκοιτος]]
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[προκοιτεία]], DC. 67.15.
}}
}}

Revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκοιτία Medium diacritics: προκοιτία Low diacritics: προκοιτία Capitals: ΠΡΟΚΟΙΤΙΑ
Transliteration A: prokoitía Transliteration B: prokoitia Transliteration C: prokoitia Beta Code: prokoiti/a

English (LSJ)

ἡ, watch kept before a place, Id.67.15: pl., Plb.2.5.6, 6.35.5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
garde que l'on monte devant qqn.
Étymologie: πρόκοιτος.

Greek (Liddell-Scott)

προκοιτία: ἡ, φυλακὴ ἢ φρούρησις ἔμπροσθεν θέσεώς τινος, Δίων Κ. 67. 15· ἐν τῷ πληθ., ὡς τῷ Λατ. excubiae, Πολύβ. 2. 5, 6., 6. 35, 5.

Greek Monolingual

και προκοιτεία, ἡ, Α πρόκοιτος
φρούρηση μιας θέσης.

Greek Monotonic

προκοιτία: ἡ, φρούρηση μπροστά από κάποιο τόπο· στον πληθ., όπως το Λατ. excubiae, σε Πολύβ.

Middle Liddell

προκοιτία, ἡ,
a watch kept before a place; in plural, like Lat. excubiae, Polyb. [from πρόκοιτος

German (Pape)

ἡ, = προκοιτεία, DC. 67.15.