κυκλοφορία: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κυκλοφορία]]) [[κυκλοφορώ]]<br />η κυκλική [[κίνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετακίνηση]], [[κίνηση]] («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει [[μεγάλη]] [[κυκλοφορία]] αυτοκινήτων»)<br /><b>2.</b> [[μεταβίβαση]], [[συναλλαγή]] («[[κυκλοφορία]] του χρήματος»)<br /><b>3.</b> [[έκδοση]] και [[πώληση]] εντύπου («[[κυκλοφορία]] τών εφημερίδων»)<br /><b>4.</b> [[διαρκής]] [[ανταλλαγή]] αγαθών (α. «[[κυκλοφορία]] εμπορευμάτων» β. «η [[κυκλοφορία]] του πλούτου»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) <b>φυσιολ.</b> «[[κυκλοφορία]] του αίματος» ή, [[απλώς]], «[[κυκλοφορία]]» — η [[συνεχής]] κυκλική [[κίνηση]] του αίματος από την [[καρδιά]] [[προς]] τα [[άκρα]] και από τα [[άκρα]] [[προς]] την [[καρδιά]]<br />β) <b>(οικον.)</b> i) «νόμιμη [[κυκλοφορία]]» — νομισματικό [[καθεστώς]] [[κατά]] το οποίο το [[νόμισμα]] που κυκλοφορεί [[είναι]] υποχρεωτικά δεκτό στις συναλλαγές, τόσο από τα [[δημόσια]] [[ταμεία]] όσο και από τους ιδιώτες<br />ii) «αναγκαστική [[κυκλοφορία]]» — νομισματικό [[καθεστώς]] [[κατά]] το οποίο η Τράπεζα που εκδίδει τα τραπεζογραμμάτια απαλλάσσεται από την [[υποχρέωση]] της εξαργύρωσης τών γραμματίων που αυτή εκδίδει.
|mltxt=η (Α [[κυκλοφορία]]) [[κυκλοφορώ]]<br />η κυκλική [[κίνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετακίνηση]], [[κίνηση]] («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει [[μεγάλη]] [[κυκλοφορία]] αυτοκινήτων»)<br /><b>2.</b> [[μεταβίβαση]], [[συναλλαγή]] («[[κυκλοφορία]] του χρήματος»)<br /><b>3.</b> [[έκδοση]] και [[πώληση]] εντύπου («[[κυκλοφορία]] τών εφημερίδων»)<br /><b>4.</b> [[διαρκής]] [[ανταλλαγή]] αγαθών (α. «[[κυκλοφορία]] εμπορευμάτων» β. «η [[κυκλοφορία]] του πλούτου»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) <b>φυσιολ.</b> «[[κυκλοφορία]] του αίματος» ή, [[απλώς]], «[[κυκλοφορία]]» — η [[συνεχής]] κυκλική [[κίνηση]] του αίματος από την [[καρδιά]] [[προς]] τα [[άκρα]] και από τα [[άκρα]] [[προς]] την [[καρδιά]]<br />β) <b>(οικον.)</b> i) «νόμιμη [[κυκλοφορία]]» — νομισματικό [[καθεστώς]] [[κατά]] το οποίο το [[νόμισμα]] που κυκλοφορεί [[είναι]] υποχρεωτικά δεκτό στις συναλλαγές, τόσο από τα [[δημόσια]] [[ταμεία]] όσο και από τους ιδιώτες<br />ii) «αναγκαστική [[κυκλοφορία]]» — νομισματικό [[καθεστώς]] [[κατά]] το οποίο η Τράπεζα που εκδίδει τα τραπεζογραμμάτια απαλλάσσεται από την [[υποχρέωση]] της εξαργύρωσης τών γραμματίων που αυτή εκδίδει.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die kreisförmige [[Bewegung]]</i>, Arist. <i>phys.ausc</i>. 4.14 und [[öfter]].
}}
}}

Revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλοφορία Medium diacritics: κυκλοφορία Low diacritics: κυκλοφορία Capitals: ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: kyklophoría Transliteration B: kyklophoria Transliteration C: kykloforia Beta Code: kuklofori/a

English (LSJ)

ἡ, circular motion, opp. εὐθυφορία, Arist. Ph.227b18; τῶν φορῶν ἡ κ. πρώτη ib.265a13, cf. de An.407a6, Thphr. Vert.9; τῶν ψυχῶν Dam.Pr.102; τὰς ἑπτὰ καὶ τὴν ὀγδόην κ., of the heavenly spheres, Jul.Or.4.146c.

Russian (Dvoretsky)

κυκλοφορία:круговое движение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοφορία: ἡ, κυκλικὴ κίνησις, ἀντίθετ. τῷ εὐθυφορία, Ἀριστ. Φυσ. 8. 9, 1, π. Ψυχ. 1. 3, 15, κ. ἄλλ.

Greek Monolingual

η (Α κυκλοφορία) κυκλοφορώ
η κυκλική κίνηση
νεοελλ.
1. μετακίνηση, κίνηση («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων»)
2. μεταβίβαση, συναλλαγήκυκλοφορία του χρήματος»)
3. έκδοση και πώληση εντύπου («κυκλοφορία τών εφημερίδων»)
4. διαρκής ανταλλαγή αγαθών (α. «κυκλοφορία εμπορευμάτων» β. «η κυκλοφορία του πλούτου»)
5. φρ. α) φυσιολ. «κυκλοφορία του αίματος» ή, απλώς, «κυκλοφορία» — η συνεχής κυκλική κίνηση του αίματος από την καρδιά προς τα άκρα και από τα άκρα προς την καρδιά
β) (οικον.) i) «νόμιμη κυκλοφορία» — νομισματικό καθεστώς κατά το οποίο το νόμισμα που κυκλοφορεί είναι υποχρεωτικά δεκτό στις συναλλαγές, τόσο από τα δημόσια ταμεία όσο και από τους ιδιώτες
ii) «αναγκαστική κυκλοφορία» — νομισματικό καθεστώς κατά το οποίο η Τράπεζα που εκδίδει τα τραπεζογραμμάτια απαλλάσσεται από την υποχρέωση της εξαργύρωσης τών γραμματίων που αυτή εκδίδει.

German (Pape)

ἡ, die kreisförmige Bewegung, Arist. phys.ausc. 4.14 und öfter.