ὑποχαροπός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-χᾰροπός, όν<br />[[somewhat]] [[bright]]-eyed, Xen.
|mdlsjtxt=ὑπο-χᾰροπός, όν<br />[[somewhat]] [[bright]]-eyed, Xen.
}}
{{pape
|ptext=<i>ein [[wenig]] [[χαροπός]]</i>, Xen. <i>Cyn</i>. 5.23.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχᾰροπός Medium diacritics: ὑποχαροπός Low diacritics: υποχαροπός Capitals: ΥΠΟΧΑΡΟΠΟΣ
Transliteration A: hypocharopós Transliteration B: hypocharopos Transliteration C: ypocharopos Beta Code: u(poxaropo/s

English (LSJ)

όν, rather blue-eyed, X.Cyn.5.23 (v.l.), Dicaearch. Hist. 10, Ptol.Tetr.144; also ὑποχάροψ, PTeb.816i 14 (ii B. C.).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
légèrement azuré.
Étymologie: ὑπό, χαροπός.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχᾰροπός: довольно светлый, сероватый или зеленоватый (ὄμματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχᾰροπός: -όν, κἄπως χαροπός, Ξεν. Κυνηγ. 5. 23, Δικαίαρχ. παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 20.

Greek Monolingual

-όν, και ὑποχάροπος, -ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α
ο λίγο γλαυκός, γαλανός («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ' ὑπόγλαυκοι», Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαροπός / χάροψ «γλαυκός»].
-ον, Α
βλ. ὑποχαροπός.

Greek Monotonic

ὑποχᾰροπός: -όν, κάπως σπιρτόζος, έξυπνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπο-χᾰροπός, όν
somewhat bright-eyed, Xen.

German (Pape)

ein wenig χαροπός, Xen. Cyn. 5.23.