ὑψικάρηνος: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψῐ-κάρηνος, ον, [[κάρηνον]]<br />[[high]]-topped, Hhymn. | |mdlsjtxt=ὑψῐ-κάρηνος, ον, [[κάρηνον]]<br />[[high]]-topped, Hhymn. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit hohem Haupte, [[Wipfel]]</i>, δρύες <i>H.h. Ven</i>. 265, [[ἄγκος]] Suid. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, high-topped, δρύες Il.12.132, h.Ven. 264; ἄγκος Call.Fr.anon.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la tête ou à la cime élevée.
Étymologie: ὕψι, κάρηνον.
Russian (Dvoretsky)
ὑψικάρηνος: (ᾰ) высокоглавый (δρύες Hom., HH; ἐλάται HH).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν κορυφήν, ἢ ἐλάται ἡὲ δρύες ὑψικάρηνοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 265· ἄγκος ὑψικάρηνον Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἄγκος.
English (Autenrieth)
. with lofty head or peak, Il. 12.132†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(συν. για δέντρο) υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. πολυ-κάρηνος].
Greek Monotonic
ὑψῐκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει υψηλή κορυφή, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
ὑψῐ-κάρηνος, ον, κάρηνον
high-topped, Hhymn.