συνοικήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (LSJ1 replacement) |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνοικήτωρ]], ορος, ὁ,<br />a [[house]]-[[fellow]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[συνοικήτωρ]], ορος, ὁ,<br />a [[house]]-[[fellow]], Aesch. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ορος, ὁ, ἡ, = [[συνοικητής]], [[ἐμοί]], Aesch. <i>Eum</i>. 797. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, = συνοικητήρ (housefellow, housemate), ξ. ἐμοί A. Eu. 833.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].
Greek Monotonic
συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833.
Middle Liddell
συνοικήτωρ, ορος, ὁ,
a house-fellow, Aesch.
German (Pape)
ορος, ὁ, ἡ, = συνοικητής, ἐμοί, Aesch. Eum. 797.