ὑποφαρμάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ὑποφαρμάττω Α<br />[[ανακατεύω]] [[κάτι]] με φάρμακα ή με αρωματικές ουσίες («Ἑλένην ὑποφαρμάττουσαν τὸ ἄκρατον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φαρμάσσω]] «[[χρησιμοποιώ]] φάρμακα, [[θεραπεύω]] ή [[φαρμακώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]])].
|mltxt=και ὑποφαρμάττω Α<br />[[ανακατεύω]] [[κάτι]] με φάρμακα ή με αρωματικές ουσίες («Ἑλένην ὑποφαρμάττουσαν τὸ ἄκρατον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φαρμάσσω]] «[[χρησιμοποιώ]] φάρμακα, [[θεραπεύω]] ή [[φαρμακώνω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]])].
}}
{{pape
|ptext=att. [[ὑποφαρμάττω]], <i>ein [[wenig]] mit Arzneien od. Gewürzen [[vermischen]], [[verfälschen]]</i>, [[οἶνον]] Plut. <i>Symp</i>. 1.1.4, vgl. 4.6 E.
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφαρμάσσω Medium diacritics: ὑποφαρμάσσω Low diacritics: υποφαρμάσσω Capitals: ΥΠΟΦΑΡΜΑΣΣΩ
Transliteration A: hypopharmássō Transliteration B: hypopharmassō Transliteration C: ypofarmasso Beta Code: u(pofarma/ssw

English (LSJ)

Att. ὑποφαρμάττω, spice, drug, adulterate, (οἶνον) Plu.2.614b, cf. 672b.

French (Bailly abrégé)

mêler des drogues, travailler, altérer.
Étymologie: ὑπό, φαρμάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφαρμάσσω: атт. ὑποφαρμάττω приправлять, сдабривать (τὸν ἄκρατον Plut.): ὑ. τὴν (τοῦ μελιτείου) γλυκύτητα ῥίζαις Plut. приправлять сладкий мед кореньями.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφαρμάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, παρασκευάζω ἢ ἀναμιγνύω ὀλίγον μὲ φάρμακα ἢ ἀρώματα, νοθεύω ὀλίγον, οἶνον Πλούτ. 2. 614Β, πρβλ. 672Β.

Greek Monolingual

και ὑποφαρμάττω Α
ανακατεύω κάτι με φάρμακα ή με αρωματικές ουσίες («Ἑλένην ὑποφαρμάττουσαν τὸ ἄκρατον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φαρμάσσω «χρησιμοποιώ φάρμακα, θεραπεύω ή φαρμακώνω» (< φάρμακον)].

German (Pape)

att. ὑποφαρμάττω, ein wenig mit Arzneien od. Gewürzen vermischen, verfälschen, οἶνον Plut. Symp. 1.1.4, vgl. 4.6 E.