τρισύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐ-σύλλᾰβος, ον, [[συλλαβή]]<br />trisyllabic, Luc.
|mdlsjtxt=τρῐ-σύλλᾰβος, ον, [[συλλαβή]]<br />trisyllabic, Luc.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreisilbig]]</i>, Luc. <i>[[Philops]]</i>. 35.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισύλλᾰβος Medium diacritics: τρισύλλαβος Low diacritics: τρισύλλαβος Capitals: ΤΡΙΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: trisýllabos Transliteration B: trisyllabos Transliteration C: trisyllavos Beta Code: trisu/llabos

English (LSJ)

ον, trisyllabic, D.H.Comp.17, A.D.Synt.8.1, Heph.3.2, Luc.Philops.35. Adv. -βως A.D.Pron.78.23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois syllabes, trisyllabique.
Étymologie: τρεῖς, συλλαβή.

Russian (Dvoretsky)

τρισύλλᾰβος: трехсложный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν συλλαβῶν συγκείμενος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17, Λουκ. Φιλοψ. 35· ἐπίρρ. -βως, Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 360. -Ὡσαύτως τρισυλλαβιαῖος, α, ον, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τ. 3, σ. 225, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.).
επίρρ...
τρισυλλάβως Α
με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. πεντα-σύλλαβος].

Greek Monotonic

τρῐσύλλᾰβος: -ον (συλλαβή), αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές, σε Λουκ.

Middle Liddell

τρῐ-σύλλᾰβος, ον, συλλαβή
trisyllabic, Luc.

German (Pape)

dreisilbig, Luc. Philops. 35.