ἀναρρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρρώννῡμι:''' αόρ. αʹ <i>ἀν-έρρωσα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανακτώ]] τις δυνάμεις, [[ισχυροποιώ]] από την [[αρχή]] — Παθ., [[ανακτώ]] την ισχύ μου, <i>ἀναρρωσθέντες</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ. στον Ενεργ. αορ. αʹ [[επανέρχομαι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναρρώννῡμι:''' αόρ. αʹ <i>ἀν-έρρωσα</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ανακτώ]] τις δυνάμεις, [[ισχυροποιώ]] από την [[αρχή]] — Παθ., [[ανακτώ]] την ισχύ μου, <i>ἀναρρωσθέντες</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ. στον Ενεργ. αορ. αʹ [[επανέρχομαι]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[strengthen]] [[afresh]]:— Pass., to [[regain]] [[strength]], ἀναρρωσθέντες, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> intr. in aor1 act. to [[recover]], Plut.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[strengthen]] [[afresh]]:— Pass., to [[regain]] [[strength]], ἀναρρωσθέντες, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> intr. in aor1 act. to [[recover]], Plut.
}}
{{pape
|ptext=([[ῥώννυμι]]), <i>wieder [[stärken]]</i>; pass., <i>[[gestärkt]] [[werden]], neue [[Kräfte]] [[bekommen]]</i>, Sp.; [[πάλιν]] αὐ ἀναρρωσθέντες, <i>wieder [[ermutigt]]</i>, Thuc. 7.46.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρρώννῡμι Medium diacritics: ἀναρρώννυμι Low diacritics: αναρρώννυμι Capitals: ΑΝΑΡΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anarrṓnnymi Transliteration B: anarrōnnymi Transliteration C: anarronnymi Beta Code: a)narrw/nnumi

English (LSJ)

aor. ἀνέρρωσα, A strengthen afresh, Plu.2.694d, etc.:— Pass., regain strength, ἀναρρωσθέντες Th.7.46, Plu.2.75c, etc. 2 intr. in Act., τὴν γονὴν ἀναρρώννυσι Pherecyd.33 J.; νοσήσας ἀνέρρωσε Plu.Pomp.57, cf. 2.182b.

Spanish (DGE)

1 intr. ganar fuerzas, restablecerse νοσήσας ... ἀνέρρωσε Plu.Pomp.57, c. ac. int. (Ἴφικλος) τὴν γονὴν ἀναρρώννυσι se recupera de la esterilidad Pherecyd.33
en v. med.-pas. mism. sent., Th.7.46, Plu.2.75b, D.C.58.28.2, Porph.Plot.7.42.
2 tr. fortalecer ἀνθρώπους ... ἄρτος Plu.2.694d.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρρώννῡμι:
1) вновь подкреплять, придавать силы, подбодрять (ἀνθρώπους, τὰ φρονήματα πρὸς τὸ θαρρεῖν Plut.): ἐπὶ εὐπραγίᾳ ἀναρρωσθέντες Thuc. ободренные успехом;
2) окрепнуть: νοσήσας ἐπισφαλῶς ἀνέρρωσε Plut. он оправился от опасной болезни.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρρώννυμι: ἀόρ. ἀνέρρωσα, δίδω νέας δυνάμεις, Πλούτ. 2. 694D, κτλ.: - Παθ., λαμβάνω νέας δυνάμεις, ἀναλαμβάνω, ἀναρρωσθέντες Θουκ. 7. 46, Πλούτ., κτλ. 2) ἀμεταβ., κατ’ ἀόρ. ἐνεργητ., νοσήσας ἀνέρρωσε, ἀνέλαβε, Πλουτ. Πομπ. 57, πρβλ. 2. 182Β.

Greek Monotonic

ἀναρρώννῡμι: αόρ. αʹ ἀν-έρρωσα,
1. ανακτώ τις δυνάμεις, ισχυροποιώ από την αρχή — Παθ., ανακτώ την ισχύ μου, ἀναρρωσθέντες, σε Θουκ.
2. αμτβ. στον Ενεργ. αορ. αʹ επανέρχομαι, σε Πλούτ.

Middle Liddell


1. to strengthen afresh:— Pass., to regain strength, ἀναρρωσθέντες, Thuc.
2. intr. in aor1 act. to recover, Plut.

German (Pape)

(ῥώννυμι), wieder stärken; pass., gestärkt werden, neue Kräfte bekommen, Sp.; πάλιν αὐ ἀναρρωσθέντες, wieder ermutigt, Thuc. 7.46.