αὐτοπαθής: Difference between revisions
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0399.png Seite 399]] ές ([[παθεῖν]]), bei den Gramm. Nomina, Pronomina u. Verba, die die Handlung nicht auf Andere übertragen, sondern auf sich selbst, reflexiva, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0399.png Seite 399]] ές ([[παθεῖν]]), bei den Gramm. Nomina, Pronomina u. Verba, die die Handlung nicht auf Andere übertragen, sondern auf sich selbst, reflexiva, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἀλλοπαθής]] Apollon. de synt. p. 175; auch αὐτοπαθητικός. – Adv. αὐτοπαθῶς, nach eigener Erfahrung u. Überzeugung, Pol. 3, 12. 8, 19; Plut. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 18:36, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, A speaking from one's own feeling or experience. Adv. -θῶς Plb.3.12.1, Plu.Cat.Mi.54; instinctively, αὐ. φεύγομεν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.Fr.66, etc. II Gramm., of pronouns, reflexive, opp. ἀλλοπαθεῖς, A.D.Pron.44.11; of verbs, opp. μεταβατικά, Synt. 281.15.
Spanish (DGE)
(αὐτοπᾰθής) -ές
I 1que se atormenta a sí mismo Φθόνος Nonn.D.8.37.
2 gram. reflexivo de pron. op. ἀλλοπαθής A.D.Pron.44.11
•intransitivo del verbo, op. μεταβατικά A.D.Synt.281.15, op. ἐνεργητικά Choerob.2.19.15.
II adv. -ῶς
1 por propia experiencia αὐ. εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐ. Plu.Cat.Mi.54.
2 resignadamente αὐ. ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.
3 instintivamente αὐ. φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.
4 gram. intransitivamente Eust.398.36, 966.23.
German (Pape)
[Seite 399] ές (παθεῖν), bei den Gramm. Nomina, Pronomina u. Verba, die die Handlung nicht auf Andere übertragen, sondern auf sich selbst, reflexiva, Gegensatz ἀλλοπαθής Apollon. de synt. p. 175; auch αὐτοπαθητικός. – Adv. αὐτοπαθῶς, nach eigener Erfahrung u. Überzeugung, Pol. 3, 12. 8, 19; Plut.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
t. de gramm. réfléchi ou intransitif, p. opp. à ἀλλοπαθής ou μεταβατικός.
Étymologie: αὐτός, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοπᾰθής: грам.
1) возвратный;
2) непереходный.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπᾰθής: -ές, αὐτὸς λαβὼν πεῖραν πράγματός τινος. ― Ἐπίρρ. -θως, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 12, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ γραμμ., αὐτοπαθῆ εἶναι ὀνόματα, ἀντωνυμίαι καὶ ῥήματα, ἅτινα ἀντανακλῶσι τὴν ἐνέργειαν εἰς ἑαυτά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀλλοπαθῆ ἤ μεταβατικά, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 56Α, Bachm. Ἀνέκδ. 2. 302.
Greek Monolingual
-ές (Α αὐτοπαθής, -ές)
(κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο
αρχ.
Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας
II. επίρρ. αὐτοπαθῶς
ενστικτωδώς, αυθόρμητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -παθής < (θ.) παθ-, έπαθον (αόρ. β' του πάσχω)].
Greek Monotonic
αὐτοπᾰθής: -ές, αυτός που μιλά από προσωπικά αισθήματα ή εμπειρία· επίρρ. -θως, σε Πολύβ.
Middle Liddell
speaking from one's own feeling or experience:— adv. -θως, Polyb.