αὐτόπρεμνος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐτόπρεμνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе с корнем]] (δένδρα αὐτόπρεμνα ἀπόλλυται Soph.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[целиком и полностью]] (αὐτόπρεμνον [[διδόναι]] τι Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> ирон. [[огромный]], [[буйно разросшийся]] (λόγοι Arph.).
|elrutext='''αὐτόπρεμνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[вместе с корнем]] (δένδρα αὐτόπρεμνα ἀπόλλυται Soph.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[целиком и полностью]] (αὐτόπρεμνον [[διδόναι]] τι Aesch.);<br /><b class="num">3</b> ирон. [[огромный]], [[буйно разросшийся]] (λόγοι Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόπρεμνος Medium diacritics: αὐτόπρεμνος Low diacritics: αυτόπρεμνος Capitals: ΑΥΤΟΠΡΕΜΝΟΣ
Transliteration A: autópremnos Transliteration B: autopremnos Transliteration C: aftopremnos Beta Code: au)to/premnos

English (LSJ)

ον, together with the root, root and branch, τὰ δ' ἀντιτείνοντ' αὐτόπρεμν' ἀπόλλυται (sc. δένδρα) S.Ant.714, cf. Antiph.231.7; ἀνασπᾶν αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν Ar.Ra.903 (paratrag.); αὐ. τι νέμειν give in absolute possession, A.Eu.401.

Spanish (DGE)

-ον
con todas sus raíces
1 de raíz τὰ (δένδρα) δ' ἀντιτείνοντ' αὐτόπρεμν' ἀπόλλυται los (árboles) que resisten perecen arrancados de raíz S.Ant.714, cf. parod. cóm., Antiph.231.7, δένδρεα δ' αὐτόπρεμνα μετωχλίσθησαν ἀρούρης fueron apalancados de la tierra árboles arrancados de raíz Nonn.D.2.77
fig. parod. trág. αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν ἐμπεσόντα lanzándose (como un torrente) con palabras arrancadas de raíz, e.d. grandes y rudas Ar.Ra.903, ref. a la obstinación de una pers. ὁ δ' ἀντιτείνων αὐ. οἴχεται Eup.260.25, ἵνα ... ἡ ἁμαρτία αὐ. πᾶσα διαφθαρῇ para que el pecado arrancado de raíz perezca del todo Meth.Res.1.40, πᾶσαν ὑπόθεσιν σκανδάλου αὐτόπρεμνον ἀνασπώντων arrancando de raíz todo motivo de escándalo Isid.Pel.Ep.M.78.713A
ref. a pers., de Laódica τὴν μὲν αὐτόπρεμνον ἡ τοκὰς κόνις χανοῦσα κευθμῷ χείσεται διασφάγος a una (vida) arrancada de cuajo la tierra madre abriéndose la cubrirá en lo hondo de una cavidad Lyc.316, cf. Hsch.
2 con su propio suelo γῆν ... ἣν ... ἔνειμαν αὐτόπρεμνον ... ἐμοί la tierra ... que ... me dieron con su propio suelo A.Eu.401.
3 enraizado en sí mismo de Cristo y su Padre ἓν γένος ἐσμέν, ἔμφυτον, αὐτόπρεμνον somos un solo linaje, enraizado en sí mismo Nonn.Par.Eu.Io.10.30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec les racines elles-mêmes, càd entier ; αὐτόπρεμνόν τι διδόναι ESCHL donner qch avec les racines, càd en toute propriété.
Étymologie: αὐτός, πρέμνον.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόπρεμνος:
1 вместе с корнем (δένδρα αὐτόπρεμνα ἀπόλλυται Soph.);
2 перен. целиком и полностью (αὐτόπρεμνον διδόναι τι Aesch.);
3 ирон. огромный, буйно разросшийся (λόγοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπρεμνος: -ον, σὺν αὐτῇ τῇ ῥίζῃ, αὐτόρριζος, ἐπὶ δένδρων, τὰ δ’ ἀντιτείνοντ’ αὐτόπρεμν’ ἀπόλλυται Σοφ. Ἀντ. 714· πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10· αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903· ὁλόκληρος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 401.

Greek Monolingual

αὐτόπρεμνος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα
2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»].

Greek Monotonic

αὐτόπρεμνος: -ον (πρέμνον), αυτός που έχει μαζί του τη ρίζα, που είναι μαζί με τη ρίζα και τα κλαδιά, σε Σοφ., Αριστοφ.· αὐτόπρεμνος τι διδόναι, παραδίδομαι στην απόλυτη κατοχή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πρέμνον
together with the root, root and branch, Soph., Ar.; αὐτ. τι διδόναι to give in absolute possession, Aesch.

English (Woodhouse)

utterly, root and branch

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

(πρέμνον), sammt der Wurzel, ganz, γῆ Aesch. Eum. 379; Soph. Ant. 710.
• Adv., Lycophr. 516. Mit Anspielung auf die Stelle des Aeschylus, λόγοι Ar. Ran. 900, gewaltige Worte.