εὐτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐτρεφής:''' эп. [[ἐϋτρεφής]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[хорошо откормленный]], [[упитанный]] (ὄϊες, [[αἴξ]] Hom.; σαρκὸς [[πάχος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[εὐτραφής]] 5.
|elrutext='''εὐτρεφής:''' эп. [[ἐϋτρεφής]] 2<br /><b class="num">1</b> [[хорошо откормленный]], [[упитанный]] (ὄϊες, [[αἴξ]] Hom.; σαρκὸς [[πάχος]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[εὐτραφής]] 5.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:00, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρεφής Medium diacritics: εὐτρεφής Low diacritics: ευτρεφής Capitals: ΕΥΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: eutrephḗs Transliteration B: eutrephēs Transliteration C: eftrefis Beta Code: eu)trefh/s

English (LSJ)

Ep. ἐϋτρ-, ές, (τρέφω) A well-fed, ὄϊες ἐϋ. Od.9.425; αἰγὸς ἐϋ. 14.530; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος E.Cyc.380 (prob.l.), cf. Pl. Lg.835d. II nourishing, Thphr.CP1.18.1 (v.l. εὐτραφοῦς).

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋτρεφής;
ής, ές :
bien nourri, gras, fort.
Étymologie: εὖ, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρεφής: эп. ἐϋτρεφής 2
1 хорошо откормленный, упитанный (ὄϊες, αἴξ Hom.; σαρκὸς πάχος Eur.);
2 Aesch. v.l. = εὐτραφής 5.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεφής: Ἐπικ. ἐϋτρεφής, ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, ὄϊες... ἐϋτρεφέες Ὀδ. Ι. 425· αἰγὸς ἐϋτρεφέος Ξ. 530· σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος Εὐριπ. Κύκλ. 380, ἔνθα ὁ Scal. εὐτραφέστατον· διότι τὸ εὐτραφὴς εἶναι ἐν χρήσει ἀλλαχοῦ παρ’ Εὐρ. καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος. ΙΙ. τρέφων, θρεπτικός, χώρας εὐτρεφοῦς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 1 (ἔνθα διωρθώθη ἤδη εἰς εὐτραφοῦς).

Greek Monolingual

εὐτρεφής, και επικ. τ. ἐϋτρεφής, -ές (Α)
1. ευτραφής, καλοθρεμμένος
2. θρεπτικός, αυτός που τρέφει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ-τρεφής].

Greek Monotonic

εὐτρεφής: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ές (τρέφω), καλοθρεμμένος, ευτραφής, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.

Middle Liddell

τρέφω
well-fed, Od., Eur.

German (Pape)

ές, und ἐϋτρεφής,
1 die mehr dichterische Form für εὐτραφής, vgl. Lobeck zu Phryn. 477, z.B. αἰγὸς ἐϋτρεφέος Od. 14.530, ὄϊες 9.425; σαρκὸς εὐτρεφέστατον πάχος Eur. Cycl. 380.
2 wohl nährend, ὕδωρ εὐτρεφέστατον Aesch. Spt. 289.